ΘΕΡΜΕΣ ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ
ΚΑΛΛΗΝ ΥΓΕΙΑΝ, ΑΓΑΠΗ, ΕΙΡΙΝΗ
ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥΣ ΕΥΟΙΩΝΟΥΣ
Τι τα Θέλουμε τα Όπλα
Τί τά θέλουνε τα όπλα
τα μαχαίρια τα σπαθιά,
που σκοτώνουνε ανθρώπους
και σκορπούν τη συμφορά.
Τι τους θέλουν τους πυραύλους
αεροπλάνα, πλοία τα πολεμικά
π’ όλα κουβαλάνε μπόμπες
να σκοτώνουνε παιδιά.
Είναι οι αποθήκες φίσκα
από μπόμπες του Nepal
και τα υποβρύχια όλα
μιά θαλάσσια συμφορά.
Βλέπω να πλανιέται μέσα
στην παγκόσμια σκακιέρα
τρίτος πόλεμος κοντά
κι αν τρελάθηκε ο ένας
είναι αυτός ο Τουρκαλάς.
Τα ντουφέκια δεν μετρούνε
ούτε ξίφη ούτε σπαθιά
μόνο τα κουμπιά πατούνε
και η γή μας στη φωτιά.
17 Δεκεμβρίου 2020
Ο Αϊ - Βασίλης
Ήτανε νύχτα, κρύο με αστροφεγγιά
ο αγέρας φυσούσε, δεν άκουγες γρί.
Τα φώτα στους δρόμους θυμίζαν γιορτή.
Με κάτασπρο πέπλο εστόλισ’ εφέτος
στέγες, αυλές και τα δέντρα
ο γέρο - χειμώνας κι αυτές τις γιορτές.
Είχα στημένα τα μάτια στο τζάμι
που η ανάσα τα είχε μισο-θολώσει.
Περίμενα να ’ρθεί ο Αϊ - Βασίλης
να δω πως αλήθεια, δεν είναι ένα ψέμα
κι η αθώα καρδιά μου συντρίμμια γινεί.
Για ώρες κρατούσα τα μάτια στημένα στο τζάμι…
Ξάφνου, σκιρτά η καρδιά μου
σαν βλέπω, άσπρα δύο ελάφια
να σέρνουν έν’ άρμα, που εστάθη κοντά.
Τον είδα! Τον είδα τον Αϊ- Βασίλη!
Να φέρνει στον ώμο τον σάκο με δώρα,
τον είδα μετά απ’ το τζάκι να βγαίνει.
Να ξύνει τον είδα μετά το κεφάλι,
σκεπτόμενος, ίσως, σαν τι να μου αφήσει.
Συμβουλεύθει για λίγο το γράμμα,
που τού ’χα γραμμένα, όλα τα δώρα, που ίσως, μου
φέρει.
Σκύβει, και τ’ αφήνει ένα - ένα στο δένδρο σιμά.
Δοκιμάζει κατόπιν μελωμένες δυο δίπλες
κι ήπιε μια κούπα γεμάτη ρακί.
Θα ήθελα τόσο να τρέξω κοντά του
να του πω Καλώς Ήλθες και Χρόνια Πολλά.
Σαν πως τη σκέψη μου είχε διαβάσει.
Χαρά μου!! Ήλθε εκείνος!!
Το γέρικο χέρι απλώνει απαλά και μου δίνει ένα χάδι.
Του αρπάζω το χέρι με τόση λαχτάρα... και βλέπω...,
Χαρά μου...
με κρατούσε η μανούλα αγκαλιά!
Από τη ποιητική συλλογή «Θαλλόν Ελαίας»
του Καπετά Γιώργου Σπηλιώτη
Βιργινία Η.Π.Α , 1983
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου