Η ονομασία είναι ξένη... GIOCO οι Ιταλοί ονοματίζουνε κάθε διασκέδαση ή παιχνίδι, κατ’ επέκταση όμως και την παρτίδα με χαρτιά και το σχετικό στοίχημα ή μίζα. Ετούτες όλες τις γενικές έννοιες εκφράζει αρχικά η πολιτογραφημένη στη λαϊκή γλώσσα ξενόφερτη λέξη. Με τα χρόνια συμβιβάστηκε, ειδικεύτηκε και κατάληξε να υπονοεί τα τυχερά παιχνίδια. Και μάλιστα εδημιούργησε ουσιαστικά παράγωγα, όπως το τζογαδόρος, ο άνθρωπος παναπεί που απασχολείται παθολογικά με το «παιχνίδι»!
Το παιχνίδι αποτελεί βιολογική ανάγκη από τη νηπιακή ηλικία. Στην παιδική ηλικία εκδηλώνεται πιο έντονα και συνδιάζεται με την ψυχαγωγία. Στους ώριμους όμως είναι που παίρνει συγκεκριμένες μορφές, με βασικό στοιχείο τη συγκίνηση που προκαλεί και την υπερένταση που ακολουθεί. Είναι σύγχρονα για τον ενήλικα ψυχαγωγία και ερέθισμα.
Αυτή όμως η μελέτη δεν έχει σκοπό να αναλύσει ούτε τις διάφορες θεωρίες σχετικά με το παιχνίδι – άθλημα, ούτε με το παιχνίδι – πάθος. Και δε σκοπεύει να μπει μέσα στο λαβύρινθο των φιλοσοφικών εξηγήσεων που οι διάφοροι θεωρητικοί δίνουν σ’ αυτό. Η έρευνα μας θα ειδικευτεί στο παιχνίδι εδώ, στον Τόπο μας. Και ουσιαστικά στο τυχερό παιχνίδι. Γιατί κατά κάποια παράδοξη συγκυρία, οι προπατέρες μας παιχνίδια που δείχνουν ολοφάνερα πως πρόκειται για παιδιές, αυτοί τα μετατρέπανε σε παιχνίδια τυχερά! Τα παίζανε δηλαδή για «νιτερέσι», για κερδοσκοπία.
Ουσιαστικά κάθε μορφής παιχνίδι από ψυχαγωγία μπορεί να μεταπέσει σε πάθος. Παρόλο που η νομολογία έβαλε χωρίσματα και ξεχώρισε τα παιχνίδια σε τεχνικά, μικτά και τυχερά, όλα μπορούν να διαστραφούν και να καταλήξουν σε κερδοσκοπικό στόχο, γιατί αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν αφορά τη μορφή του παιχνιδιού, αλλά την ποιότητα του παίχτη.
Τέτοιας μορφής παιχνίδια ήτανε πολλά. Και τα περισσότερα ξεκινήσανε σαν ψυχαγωγικά. Θα αρχίσουμε λοιπόν από αυτά που είναι και τα πιο ανώδυνα. Γιατί ήτανε παιχνίδια που η χασούρα συνηθισμένα ήτανε μηδαμινή και επειδή η απασχόληση τους πολύωρη, αξίζει να τα κατατάξουμε στις παιδιές. Έπειτα ήτανε τα παιχνίδια του Λαού. Όχι πως η φτωχολογιά αποστρεφότανε και τα παιχνίδια με τις εντονότερες συγκινήσεις και τα οικονομικά υπολογίσιμα επακόλουθα, το ζάρι, τα μπουλετιά, τη ρολίνα ή την πασέτα!... μα ετούτες ήταν απασχολήσεις ορισμένων γνωστών και σημαδεμένων. Ο φτωχός, στο σύνολό του, έπαιζε στους δρόμους ή στα πλατώματα, στη Λάση, στα στραβοκάντουνα, στις Μουριές, στα Μαγγελιά ή στο Δράπανο παιχνίδια παιδικά, για να ξεχνάει το άγχος του!
Πολλά από δαύτα παιζόντανε μόνο από νέους, άλλα μόνο από παιδιά. Πολλά όμως παιχτήκανε από ώριμους και γεροντομπασμένους με παιδική αφέλεια και, όχι λίγες φορές, με παιδική επιμονή και πείσμα!
Για τούτο είμαι αναγκασμένος, αυτά τα ακαθόριστης ηλικίας παιχνίδια να τα συμπεριλάβω όλα μαζί, αφήνοντας τον αναγνώστη να ανακαλύψει με τη φαντασία του, μεγάλους και μικρούς, ώριμους και άγουρους που δίνανε διέξοδο στο εσωτερικό τους ηφαίστειο, παίζοντας τις πενταροδεκάρες του εισοδήματός τους.
Έπειτα επειδή πρόκειται για παιχνίδια που το ξεκίνημά τους βρίσκεται στη νεαρή ηλικία, πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτά. Τα άλλα θα μείνουν για στερνά. Γιατί είναι, σα να πούμε, τα παιχνίδια τα ώριμα και των ωρίμων το πάθος.
Παιχνίδι, γενικά, είναι η εύθυμη ενασχόληση για αναψυχή, σ’ αντίθεση με τη σοβαρή εργασία. Κάθε τόπος έχει τα ιδιαίτερά του με τα οποία η παιδική και η εφηβική ηλικία γαλουχήθηκαν. Πολλά είναι συναρτήσεις τοπικών συνθηκών και άλλα χρονικών καταστάσεων. Σε εποχές πολέμων τα παιδιά παίζουν τους στρατιώτες και σε παραθαλάσσιες περιοχές το παιχνίδι έχει σχέση με τη θάλασσα και το κύμα.
Τα τοπικά παιχνίδια σαν έννοιες και σαν ενέργειες αποξεχνιώνται με την πρόοδο του τεχνικού πολιτισμού, που προσβάλλει το βιομηχανοποιημένο παιχνίδι αντικείμενο, και ισοπεδώνει με την πιεστική του επιβολή τις ιδιαίτερες εκδηλώσεις των κοινωνικών ομάδων στον τομέα αυτό. Έτσι και η εκδήλωση της ψυχαγωγίας στη νεαρή ηλικία φτάνει μια εποχή που ακολουθεί τη ρουτίνα και αποστερημένη από τη φυσική της πηγή φεύγει και από τη χρήση και από τη μνήμη.
Πριν λοιπόν το καταλυτικό αυτό σάρωθρο αποδιώξει ολότελα κάθε ανάμνηση, αποτόλμησα να τα καταγράψω, αφού εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όλους τους καλούς υπέργηρους φίλους μου, που είχαν την υπομονή και τη θέληση να με βοηθήσουν.
ΤΟ ΠΙΤΣΙ: συνηθισμένο παιχνίδι της νεολαίας, αλλά και των μεγάλων, μέχρι και την Τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Είναι αξιοσημείωτη η συμμετοχή στο παιχνίδι ετούτο φτωχολογιάς και αρχόντων, που το παίζανε συντροφικά. Βέβαια τους τέτοιους άρχοντες τους χαραχτηρίζανε εκκεντρικούς, παναπεί λοξούς, γιατί καταδεχόντανε να έρχονται σε τόσο στενή συνάφεια με το πόπολο, να ακολουθάνε τις συνήθειές του και να ανακατεύονται με δαύτο. Παίζεται με πολλούς τρόπους και θα αναφέρω τον πιο καθιερωμένο:
Μία κολονίτσα πέτρινη ψηλή 7 - 8 πόντους μπαίνει γιά σημάδι. Ἀπό καθορισμένη ἀπόσταση ρίχνει κάθε παίχτης πρός αὐτή ἀπό ἕνα κέρμα, τή συμμετοχή του στο παιχνίδι. Ὅποιος τελικά ἔφτανε πλησιέστερα ἔπαιρνε ὅλα τά κέρματα καί τά ἔστριβε στόν ἀέρα. Ὅσα πέφτανε μάρκοι (τά γράμματα δηλαδή) ἤτανε κέρδος του. Ἀκολουθοῦσε ο δεύτερος, πού ἔστριβε τά ὑπόλοιπα. Ὅλοι μέ τό ἴδιο σύστημα σειρά μέχρι τόν προτελευταῖο. Ὁ τελευταῖος δέν ἔστριβε, ἀλλά μάζευε ὅ,τι ἀπόμενε καί τά ἔβαζε στήν τσέπη του. Ἤτανε τό δικό του κέρδος. Ἀπό ἐδῶ καί ἡ φράση «καί τοῦ στερνοῦ τοῦ μένουνε!...».
ΑΜΑΔΕΣ: Τοποθετοῦνε σέ μιά καθορισμένη ἀπόσταση, 8 - 10 μέτρα, μία μεγάλη πέτρα γιά σημάδι, γιά βόλιο, καί πρός αὐτή ἀπό καθορισμένο ὁρόσημο, πού ἤτανε μία γραμμή, ρίχνανε τίς ἀμάδες τους, τίς πλακουτσές πέτρες τους ἤ πλάκες σιδερένιες. Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι τό σύνεργό τους ἐτοῦτο, τίς ἀμάδες, τίς διαλέγανε πολύ προσεχτικά καί τίς φυλάγανε μέ πολύ φροντίδα κάτου ἀπό κατώφλια ἤ πίσω ἀπό καντουνάδες. Ὅποιος ἔφτανε πιό κοντά στό βόλιο ἐκέρδιζε. Ἀπό πρίν κανονίζανε καί τή χρηματική συμμετοχή κάθε παίχτη. Ὁ κερδισμένος, πού ἤτανε ἕνας, μάζευε ὅλο τό χρηματικό ποσό.
Μη νομιστεί ότι το παιχνίδι αυτό το παίζανε μόνο τα παιδιά!... Μεγάλοι, μεσήλικες, τα χειμωνιάτικα απομεσήμερα, με τη λιακάδα, κάνανε το γύρο της Λάσης ή του Κουτάβου να τους ζεστάνει ο ήλιος και να παίξουνε και τις αμάδες τους.
Άλλες παρέες ιδιαίτερα τις Κυριακές, ανεβαίνανε στον απανώδρομο της Λειβαθώς και μαζευόντανε στο μύλο του Δεκατρή να παίξουνε με τους κολέηδες την παρτίδα τους και ύστερα να φτιάσουνε την «σούπα» τους, παξιμαδάκι μέσα στο κρασί, και να κουβεντιάσουνε τα ντέρτια τους.
ΠΡΟΥΤΖΟΥΛΑΣ Ο ΚΑΘΙΣΤΟΣ: Σέ μία μικρή λακούβα στό ἔδαφος τοποθετούσαμε σέ κέρματα τή συμμετοχή τῶν παιχτῶν στό παιχνίδι. Ἀπό πάνου τοποθετούσανε ἕνα πέτρινο κολονάκι 7 - 8 ἑκατοστά. Ὁ πρώτος παίχτης ἔριχνε τήν ἀμάδα του καθιστός. Ἑάν ἐπλάκωνε ὅλα τά κέρματα ἤ ὅσα ἐπλάκωνε, τά ἔπαιρνε. Ἀπό πρίν εἴχανε καθορίσει καί ἕνα ὁρόσημο ἐπιτυχίας, π.χ. μία πιθαμή, ἕνα ποδάρι... ἀπόσταση ἀπό ἀμάδα σέ κέρματα, στήν περίπτωση πού ἡ ἀμάδα δέν ἔφτανε στό κολονάκι. Κέρδιζε στήν περίπτωση αὐτή ἐκεῖνος πού πλησίαζε καί ἔπαιρνε μόνο τό δικό του κέρμα. Ἀκολουθοῦσε ὁ δεύτερος, πού καί ἐκεῖνος ἔπαιρνε ἀνάλογα ἤ ὅσα ἐπλάκωνε ἤ μόνο τό δικό του, μέ μέτρο τήν ἀπόσταση. Ἔτσι σειρά μέχρι τόν προτελευταῖο. Ὁ τελευταῖος, χωρίς νά παίξει, τά μάζευε ὅλα. «Καί τοῦ στερνοῦ τοῦ μένουνε...».
Μποροῦσε, οὔτε ἡ κολονίτσα νά πέσει καί ἑπόμενα οὔτε κέρματα νά πλακωθοῦν, ἀλλά καί οὔτε τό ἐλάχιστο ὁρόσημο νά καλυφθεῖ. Στήν περίπτωση αὐτή οἱ ἀμάδες μένανε ἐκεῖ πού βρεθήκανε. Στήν συνέχιση τοῦ παιχνιδιοῦ ἀπό τόν ἐπόμενο παίχτη, ἄν ἔριχνε τήν κολονίτσα, ἔπαιρνε αὐτός τά κέρματα πού δικαιώτανε, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι παῖχτες πού εἴχανε προηγηθεῖ καί ἀποτύχει, παίρνανε ὅσα κέρματα μέ τό σκόρπισμα πλησιάζανε τις ἀμάδες τους, πέρα ἀπό τό καθορισμένο ὁρόσημο.
Ἄν ἀπό σύμπτωση οὔτε τό κολονάκι ἔπεφτε οὔτε ἡ ἀπόσταση εἶχε καλυφθεῖ ἀπό παίχτη, κάνανε παιχνίδι ἀπό τήν ἀρχή.
Να πω λίγες λέξεις πως καθορίζεται η σειρά των παιχτών. Από τη θέση του παιχνιδιού (βολιού, λακούβας), ρίχνανε τις αμάδες τους προς τη γραμμή που καθόριζε την απόσταση. Πρώτος ορίζεται εκείνος που η αμάδα του πλησίασε περισσότερο στη γραμμή. Όλοι οι άλλοι σύμφωνα με τη θέση που πήρε η ομάδα τους ως προς τη γραμμή.
ΑΜΑΔΕΣ Ο ΠΡΟΥΤΖΟΥΛΑΣ: Αὐτό τό παιχνίδι εἶναι παραλλαγή τοῦ προηγούμενου. Τά κέρματα τοποθετοῦνται πάνου στήν κολονίτσα, «τόν προύτζουλα». Ἡ διαδικασία τοῦ κέρδους εἶναι ὅμοια μέ τοῦ προηγούμενου. Παίζεται καί καθιστός καί ὄρθιος.
ΤΟ ΤΟΙΧΑΚΙ: Ἀπό μία καθορισμένη ἀπόσταση 3 - 4 βήματα ὁ πρῶτος παίχτης ρίχνει στόν τοῖχο μέ δύναμη τό κέρμα του, πού εἶναι καί ἡ συμμετοχή του. Αὐτό μένει σά σημάδι, βόλιο. Ρίχνοντας ὁ δεύτερος, μέ τόν ἴδιο τρόπο, πρέπει νά πλησιάσει τό κέρμα τοῦ πρώτου σέ μία ἐλάχιστη, καθορισμένη ἀπό πρίν, ἀπόσταση. Ὁπότε κερδίζει, παίρνοντας τό κέρμα τοῦ πρώτου καί μένει τό δικό του γιά βόλιο, γιά νά συνεχίσει τό παιχνίδι μέ τήν ἴδια διαδικασία μέ τους ἑπόμενους. Ἄν ὅμως δέν καλύψει τήν ἀπόσταση, τότε χάνει, καί εἶναι ὁ πρῶτος πού θά πάρει τό κέρμα του καί θα μείνει μέ τό δικό του γιά βόλιο τῶν ἑπομένων.
Τό παιχνίδι παίζεται με αὐτή τήν ἐναλλαγή καί μέ ἀπεριόριστο ἀριθμό παιχτῶν.
Τό παιχνίδι παίζεται με αὐτή τήν ἐναλλαγή καί μέ ἀπεριόριστο ἀριθμό παιχτῶν.
Ὑπῆρχε καί μιά παραλλαγή. Νά τόποθετοῦν ἐξ ἀπαρχῆς μία πετρούλα γιά σημάδι (βόλιο) καί νά ρίχνουν ὅλοι τό κέρμα τους, τό «τοιχάκι», ἀποσκοποῦντες νά πλησιάσουν περισσότερο τήν πετρούλα. Τά μάζευε ὅλα, ὅποιος πλησίαζε περισσότερο.
ΟΙ ΜΠΟΥΖΟΙ: Το παιχνίδι ετούτο παιζότανε με σιδερένιες μπάλες κανονιών. Οι παλαιοί υπόνομοι του Αργοστολίου, κατασκεύασμα της Αγγλοκρατίας, είχανε στόμιο από πέτρα Φάλαρης με πέντε τρύπες. Σ’ αυτή την κατάσταση είχανε διασωθεί μέχρι τους σεισμούς του ’53. Καθόλου λοιπόν απίθανο το παιχνίδι να ξεκίνησε από τα χρόνια εκείνα, γιατί παιζότανε στα ρείθρα.
Κανονίζανε ἀπό πρίν, σέ κέρματα τή συμμετοχή τοῦ κάθε παίχτη. Κέρδιζε ἐκεῖνος πού κατάφερνε νά φωλιάσει τή μπάλα του στή μεσιανή τρύπα τοῦ πεντάτρυπου καλύμματος. Ὁπότε ἔπαιρνε ὅλα τά κέρδη. Ἐπειδή ὑπήρχανε καί στόμια ἑξάτρυπα ὁρίζανε σ' αὐτή τήν περίπτωση μία καθορισμένη τρύπα πού ἔπρεπε νά φωλιάσει ἡ μπάλα γιά νά κερδίσει.
Ἀργότερα πάψανε νά χρησιμοποιοῦνε τά πέτρινα στόμια καί ἀνοίγανε στό ἔδαφος πέντε τρύπες πού χωρούσανε ἴσα - ἴσα τίς μπάλες, καί τό παίζανε ὅπου τύχει...
Ἀργότερα πάψανε νά χρησιμοποιοῦνε τά πέτρινα στόμια καί ἀνοίγανε στό ἔδαφος πέντε τρύπες πού χωρούσανε ἴσα - ἴσα τίς μπάλες, καί τό παίζανε ὅπου τύχει...
Ετούτα τα παιχνίδια με τις παραλλαγές τους, ΜΠΟΥΖΟΙ και ΜΠΟΥΖΑΔΟΡΟΙ, παιζόντανε εξακολουθητικά μέχρι τα προσεισμικά χρόνια, από τους αγοραίους, ιδιαίτερα στο χώρο των Λυκιαρδοπουλάτων.
Παραλλαγή του παιχνιδιού είναι και τα ΜΠΟΥΚΙΑ. Που παιζόντανε κάθε Κυριακή ή σχόλη απόγιομα από το λαό δουλευτή στις Μουρίες. Γύρω από τους παίχτες κόσμος παρακολουθούσε το παιχνίδι και τη συγκίνησή του, όπως σήμερα παρακολουθεί ένα ποδοσφαιρικό ματς!
Ὁ πρῶτος παίχτης ρίχνει τή σημαδεμένη μπάλα του (βόλιο ἤ μάνα), συνηθισμένα κόκκινη γιά νά διακρίνεται καί συνέχεια μία δεύτερη μπάλα προσπαθώντας νά τή φέρει ὅσο πλησιέστερα στην πρώτη. Ἀκολουθοῦν οἱ άλλοι παίχτες μέ τήν ἴδια προσπάθεια. Νά φέρουν τή μπάλα τους πλησιέστερα στό βόλιο. Κερδίζει ὅλα ἐκεῖνος πού πλησίασε περισσότερο. Πολλές φορές οἱ δυό μπάλες, βόλιο καί μπάλα τοῦ παίχτη, εἶναι κολλημένες, ἑπόμενα ἡ ἐπιτυχία εἶναι ἐξασφαλισμένη... Δεξιότητα τοῦ ἑπόμενου παίχτη εἶναι μέ χτύπημα νά τίς ἀπομακρύνει καί νά κερδίσει ἐκεῖνος τήν ἀπόσταση καί τό παιχνίδι. Ὁ κερδισμένος εἶναι καί δικαιωματικά πρῶτος τῆς ἑπόμενης παρτίδας.
Και ετούτο το παιχνίδι μόλη την αθωότητά του, όταν παίζεται για κέρδος δημιουργούσε ζητήματα και στην κοινωνία και στην αστυνομία. Πολλές φορές οι παίχτες συμπλέκονται μεταξύ τους και ξυλοκοπιώνται για την αμφισβήτηση... Και όταν η αστυνομία επεμβαίνει δέχεται και εκείνη το μερτικό της από το δαρμό που ακολουθεί. Η συνέχεια είναι η όμοια σε κάθε ανάλογη περίπτωση...
ΑΛΕΣΤΙ: Παίζεται ἀπό δύο παῖκτες. Σύνεργα μία στέκα καί μία τσουρούνα. Ἡ στέκα εἶναι μία σανίδα μήκους 20 - 30 ἑκατοστά καί πλάτους 6 - 8 στενή στή μία ἄκρη, ὥστε νά μπορεῖ νά χουφτώνεται στήν παλάμη. Ὅσο γιά τήν τσουρούνα, εἶναι ἕνα κομμάτι ξύλο σέ σχῆμα διπλοξεμυτισμένου μολυβιοῦ, ἀλλά σέ μεγάλο μέγεθος. Μέχρι 15 πόντους. Οἱ παῖχτες ἀνοίγουνε δυό λακοῦβες «τούς μπούζους», σέ ἀπόσταση 4 - 5 μέτρων, ὅπου καί στέκονται. Τό παιχνίδι μετριέται μέ «τάλιες», πού κάθε μία ἀντιστοιχεῖ σέ 40 διαδρομές.
Ὁ ἕνας παίχτης κρατάει τή στέκα καί τή βάζει νά κουμπᾶ στό μποῦζο του. Ὁ ἄλλος κρατάει τήν τσουρούνα καί ἀπό τή θέση του, δίπλα στόν ἄλλο μποῦζο, τήν πετάει στό συμπαίχτη του. Ἐτοῦτος πρέπει νά τή βρεῖ στόν ἀέρα μέ τή στέκα του καί νά τή χτυπήσει νά πάει ὅσο πιό μακριά. Τότε ὁ ἄλλος τρέχει νά τή φέρει καί στό διάστημα αὐτό ὁ πρῶτος ἀρχίζει διαδρομές ἀπό μποῦζο σέ μποῦζο, μετρώντας τάλιες. Ὁ παίχτης πού ἐπιστρέφει μέ τήν τσουρούνα στά χέρια ἐπιδιώκει νά βρεθεῖ στόν ἀφύλακτο μποῦζο τοῦ ἄλλου καί νά πιθώσει τή στέκα του. Ἄν τό πιτύχει φωνάζει «βουλωμένοι οἱ μποῦζοι μας...» καί ἐναλλάσει τόν ρόλο του, δίνοντας τήν τσουρούνα καί παίρνοντας τή στέκα γιά νά κάμει αὐτός παιχνίδι. Ἡ ἴδια ἐναλλαγή γίνεται καί ἀρχικά, ἄν ὁ παίχτης μέ τή στέκα ἀποτύχει νά χτυπήσει στόν ἀέρα τήν τσουρούνα.
Ὁ παίχτης πού δέ χάνει, oὔτε μποῦζο οὔτε τσουρούνα, συνεχίζει προνομιακά νά κάνει ἐκεῖνος παιχνίδι, μέχρι νά ἀποτύχει.
ΤΑ ΣΚΛΕΤΖΙΑ: Μοιάζει μέ τό προηγούμενο παιχνίδι. Χρειάζονται τέσσαροι παῖχτες, δύο στέκες, μία τσουρούνα. Οἱ μποῦζοι βουλώνονται μέ τίς στέκες δύο παιχτῶν πού εἶναι καί κολέηδες. Οἱ δύο ἄλλοι παῖχτες, κολέηδες μεταξύ τους, στέκονται δίπλα στους στεκαδόρους. Ὁ ἕνας τους κρατάει τήν τσουρούνα πού τήν πετάει στόν ἀντίπερα ἀντίπαλο, γιά νά τήν χτυπήσει καί νά τήν πετάξει μακριά. Ἄν ἀποτύχει, τό παιχνίδι δέ χάνεται. Γίνεται μόνο ἐναλλαγή τῶν ρόλων. Οἱ στεκαδόροι παίρνουν τήν τσουρούνα καί δίνουν τίς στέκες ἀλλάζοντας θέση.
Ὅταν ἡ τσουρούνα χτυπηθεῖ, τoτε αὐτός πού τήν πέταξε τρέχει νά τή βρεῖ. Στό ἀναμεταξύ οἱ δυό κολέηδες στεκαδόροι μετρᾶνε διαδρομές καί τάλιες. Ὁ παίχτης τής ἄλλης ὁμάδας ἔχει τό δικαίωμα στό χῶρο τῶν μπούζων καί νά προλάβει ἐκεῖνος νά βουλώσει ὅποιο μποῦζο βρεῖ ἀκάλυπτο καί αφύλακτο. Τότε οἱ ρόλοι ἀντιστρέφονται καί τό παιχνίδι συνεχίζεται μέ νικητή ἐκείνη τή δυάδα πού θά πρωτοπρολάβει νά καλύψει τίς τάλιες πού ἔχουν προσυμφωνηθεῖ.
ΤΟ ΠΗΔΑΩ: Δύο παῖχτες τουλάχιστο ἤ καί περισσότεροι ἄρτιοι, γιά νά παίζουν κολεηδάτο. Μία στέκα, μία τσουρούνα καί καθορισμένη ἀφετηρία.
ΤΟ ΠΗΔΑΩ: Δύο παῖχτες τουλάχιστο ἤ καί περισσότεροι ἄρτιοι, γιά νά παίζουν κολεηδάτο. Μία στέκα, μία τσουρούνα καί καθορισμένη ἀφετηρία.
Ὁ ἕνας παίχτης ρίχνει τήν τσουρούνα σέ κάποια ἀπόσταση καί συνέχεια τή στέκα πού πρέπει νά τή βρεῖ. Ἐάν ὁ ἄλλος παίχτης τοῦ ἀμφισβητήσει τήν ἀπόσταση καί τοῦ πεῖ «τό πηδάω», πρέπει ἀπό τήν ἀφετηρία νά κάνει ἕνα ἅλμα ἁπλοῦν. Ἐάν φθάσει τήν τσουρούνα, τότε ὁ πρῶτος παίχτης χάνει καί παίρνει ὁ ἄλλος τήν τσουρούνα νά κάνει παιχνίδι μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ἐάν δέν πηδήσει ἤ πηδήσει καί δέν τή φθάσει, τότε ὁ πρῶτος συνεχίζει τό παιχνίδι, δίνοντας τρία διπλά χτυπήματα στήν τσουρούνα μέ τή στέκα. Τό ἕνα ἔχει προορισμό, χτυπώντας τήν στή μύτη νά τήν ἀνασηκώσει καί τό δεύτερο νά τή βρεῖ στόν ἀέρα καί νά τήν τινάξει μακριά. Ἐτοῦτο ὅπως εἶπα θά ἐπαναληφθεῖ τρεῖς φορές. Ὁ δεύτερος παίχτης ἐάν ἀντιληφθεῖ ὅτι μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει καί αὐτή τήν ἀπόσταση, ἔχει τό δικαίωμα νά φωνάξει «τό πηδάω», ὀπότε πρέπει μέ ἕνα τριπλοῦν αὐτή τή φορά ἅλμα νά καλύψει τήν απόσταση πού τινάχτηκε ἡ τσουρούνα μέ τά τρία διπλά χτυπήματα. Ὁπότε ἐάν τό πιτύχει παίρνει αὐτός τά δικαιώματα τοῦ παιχνιδιοῦ. Ἐτοῦτο ὅμως εἶναι σπάνιο, γιατί συνηθισμένα ἡ τσουρούνα τινάζεται σέ μεγάλες ἀποστάσεις, τίς ὁποῖες ὁ κερδισμένος μετράει μέ βήματα καί τάλιες. (Κάθε σαράντα βήματα καί τάλια). Παιχνίδι συνεχίζει πάντα ὁ κερδισμένος, μέχρι νά χάσει τά δικαιώματά του μέ τό πηδάω. Τελικά κερδισμένος εἶναι πάντα ὁ παίχτης πού θά πρωτοσυμπληρώσει τίς τάλιες πού ἔχουν συμφωνηθεῖ.
Όλα αυτά τα παιχνίδια, πολλές φορές απλές παιδιές, παιζόντανε με στοίχημα πενταροδεκάρες. Και όσο για τα δύο τελευταία, αποκλειστικά παιχνίδια παιδικά, δεν είχανε από την πλευρά του κέρδους ουσιαστικό ενδιαφέρον. Τα πρώτα όμως ήτανε παιχνίδια που τα παίζανε ιδιαίτερα οι μεγάλοι και βάζανε συμμετοχή, ανάλογα, μικρή ή σημαντικότερη.
Όσο όμως να το κάμεις, η φύση των παιχνιδιών ήτανε τέτοια που τα κέρδη τους καταντούσανε μηδαμινά. Επόμενα, ήτανε περισσότερο παιχνίδια ψυχαγωγικά, παρά κερδοσκοπικά.
Όσο όμως να το κάμεις, η φύση των παιχνιδιών ήτανε τέτοια που τα κέρδη τους καταντούσανε μηδαμινά. Επόμενα, ήτανε περισσότερο παιχνίδια ψυχαγωγικά, παρά κερδοσκοπικά.
Ώρα όμως να προχωρήσουμε!... Θα αναφερθούμε σε ένα παιχνίδι που κρατά για χρόνια τό ενδιαφέρον, του λαού ιδιαίτερα, και που αποτέλεσε το κατεξοχήν κερδοσκοπικό παιχνίδι του.
ΤΟ ΠΑΤΡΙΝΟ: ετούτο είναι το γνωστό «στριφτό» με τα κέρματα. Επειδή πρόκειται για παιχνίδι που όχι μόνο κράτησε γενεές, αλλά και εδημιούργησε καταστάσεις, ανακάτεψε ονόματα και απασχόλησε την κοινωνία και τη δικαιοσύνη, θα το περιγράψουμε όσο γίνεται πιο πιστά με τους τύπους και τους παίχτες του.
Ὁ παίχτης τινάζει μέ τό ἀπάνου μέρος τῆς παλάμης του ψηλά δυό ὅμοια κέρματα, πού ἔχουν τοποθετηθεῖ ἀντίστροφα. Οἱ μάρκοι, τά γράμματα, ἀνήκουνε στόν παίχτη πού κάνει παιχνίδι, δηλαδή σέ εκεῖνον πού στρίβει. Οἱ κοπέλες ἤ κορῶνες στούς ἄλλους, πού ρίχνουνε κάτου στό ἔδαφος τή συμμετοχή τους μέ ἴσα δικαιώματα κέρδους ἤ χασούρας.
Ἡ τέχνη τοῦ παίχτη εἶναι νά καταφέρει νά κρατήσει σταθερό τό ἕνα κέρμα, τό μάρκο, καί νά στρίψει τό ἄλλο, ὥστε νά παίζει μέ πιθανότητες πώς στό ἔδαφος θά σταθεροποιηθοῦν καί οἱ δυό μάρκοι.
Ἡ τέχνη τοῦ παίχτη εἶναι νά καταφέρει νά κρατήσει σταθερό τό ἕνα κέρμα, τό μάρκο, καί νά στρίψει τό ἄλλο, ὥστε νά παίζει μέ πιθανότητες πώς στό ἔδαφος θά σταθεροποιηθοῦν καί οἱ δυό μάρκοι.
Τέτοιος παίχτης ονομαστός στα χρόνια τα παλιά, «ο καλύτερος τζογαδόρος στο στριφτό», κάτου στις Μουριές, όξου από του Καπιτα – Ρήγα τό πορτόνι που ανοίγανε τζόγο, ήτανε ο Μαλιαγρούτας ο ψαράς που έπαιζε μονόμαντα και έβαζε κέρματα για να τα στρίψει πάνου στη γροθιά του, χωρίς ποτέ να τα παρακολουθεί στον αέρα.
Στην παρέα του συμπαίχτες ταχτικοί, ο Μπάμπης ο Βινιεράτος και ο Σπύρος Λαγγούσης ο Κούτης, που αποβραδύς έπαιζε τον Καραγκιόζη στην πλατεία της Σισιώτισσας και τη μέρα τάστριβε και τάχανε. Από κοντά και ο Νικόλας Μπατάγιας με το Γεράσιμο το Στόλο.
Όταν στο στρίψιμο οι παίχτες βλέπανε τα κέρματα να κατεβαίνουν «φτιστά», είχανε το δικαίωμα να ακυρώσουνε την παρτίδα, πριν χτυπήσουν στο έδαφος, φωνάζοντας «Δεν πάνε...» ή «Τάκραξα...». επειδή το παιχνίδι ετούτο είναι και πονηρό και κερδοσκοπικό είναι απαγορευμένο. Σαν όλα όμως τα απαγορευμένα συνεχίζει να ζει και να βασιλεύει.
Πολλοί δεν αρκούνται στη δεξιοτεχνία του στριψίματος, που είναι τόσο επιδέξιοι ώστε να φέρνουν και είκοσι μάρκους αράδα, αλλά καταφεύγουν στην απάτη! Χρησιμοποιούνε το λεγόμενο «δίμαρκο», κατά παραφθορά «δήμαρχο». Αυτά είναι κέρματα σχισμένα στη μέση με μεγάλη επιδεξιότητα και συνταιριασμένα έπειτα τα δύο τους μισά, με τα γράμματα. Έτσι δηλαδή σχηματίζεται ένα κέρμα με τις δύο όψεις όμοιες. Τους μάρκους... Παίζοντας με ένα τέτοιο κέρμα και με το άλλο γνήσιο, ο παίχτης έχει πολλές πιθανότητες να φέρει και τους δύο μάρκους και οπωσδήποτε αποκλείεται να φέρει ποτέ δυο κοπέλες, μια και από το ένα κέρμα απουσιάζουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Όταν στο στρίψιμο οι παίχτες βλέπανε τα κέρματα να κατεβαίνουν «φτιστά», είχανε το δικαίωμα να ακυρώσουνε την παρτίδα, πριν χτυπήσουν στο έδαφος, φωνάζοντας «Δεν πάνε...» ή «Τάκραξα...». επειδή το παιχνίδι ετούτο είναι και πονηρό και κερδοσκοπικό είναι απαγορευμένο. Σαν όλα όμως τα απαγορευμένα συνεχίζει να ζει και να βασιλεύει.
Πολλοί δεν αρκούνται στη δεξιοτεχνία του στριψίματος, που είναι τόσο επιδέξιοι ώστε να φέρνουν και είκοσι μάρκους αράδα, αλλά καταφεύγουν στην απάτη! Χρησιμοποιούνε το λεγόμενο «δίμαρκο», κατά παραφθορά «δήμαρχο». Αυτά είναι κέρματα σχισμένα στη μέση με μεγάλη επιδεξιότητα και συνταιριασμένα έπειτα τα δύο τους μισά, με τα γράμματα. Έτσι δηλαδή σχηματίζεται ένα κέρμα με τις δύο όψεις όμοιες. Τους μάρκους... Παίζοντας με ένα τέτοιο κέρμα και με το άλλο γνήσιο, ο παίχτης έχει πολλές πιθανότητες να φέρει και τους δύο μάρκους και οπωσδήποτε αποκλείεται να φέρει ποτέ δυο κοπέλες, μια και από το ένα κέρμα απουσιάζουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Το μία – ένας, δηλαδή το ένα κέρμα μάρκος και το άλλο κοπέλα, δεν ανήκει σε κανένα και το παιχνίδι επαναλαμβάνεται. Αυτά τα δίμαρκα έχουν ένα μειονέκτημα. Βροντάνε κούφια στο σκληρό έδαφος και προδίδουν την απάτη. Για τούτο οι κατεργαραίοι τα χρησιμοποιούσαν όταν ξέρανε πως θα μπορούσε να την «περάσουν» και πάντα σε έδαφος μαλακό και λασπωμένο.
Η χρησιμοποίησή τους δεν έφερνε μόνο τη σιγουριά του κέρδους, αλλά και μπελάδες στους κατόχους τους. Αν τύχαινε να ανακαλυφθεί η απάτη, οι «χαμένοι τον «ταφιάζανε» στο ξύλο. Θάτανε πολύ τυχερός να ξεφύγει με την τρεχάλα, χωρίς το κεφάλι του σπασμένο ή τα μούτρα του ολόμαυρα από τις μπουνιές.
Το Πατρινό ήτανε παιχνίδι που τίναζε τσέπες... Παιχνίδι αποκλειστικά του λαού, παίζεται και σήμερα ολοχρονίς στα πλατώματα, στις Μουριές, στα καντούνια... εκτός από το πορτόνι του Καπιτά – Ρήγα (Μαρκόπουλου), που αναφέρθηκε, κάτου στο χώρο των Λυκιαρδοπουλάτων, υπήρχε και άλλο στέκι του στριφτού... Έξω από το καφενείο του Τυροτρίφτη, του Κατσίγερα. Εδώ ταχτικός παίχτης ο περιβόητος για τη μαεστρία του Μαρίνος Νοδάρος, ο λεγόμενος «Μαρής τση κυράς», κατά γενική ομολογία «ο καλύτερος στριφταδόρος του κόσμου», επίσης ο Κωνσταντής ο Σαλίμπας με τον αδερφό του το Γρηγόρη, αχθοφόροι και οι δύο, παίζανε στα κέρματα το άχθος της δουλειάς και το άγχος της ζωής! Και τόσοι άλλοι, λαός άξιος και δουλευτής, που για χρόνια είχε το «στριφτό» μοναδική ψυχαγωγία του και μοναδική διέξοδο. Ο Μήτσος ο Κουνάδης, ο Γιάννης ο Γασπαράτος με τον αδελφό του Κλέαρχο, οι Πετραταίοι, οι Στολαίοι, οι Σκλαβούνοι, ο Νικόλας ο Μπατάγιας, ο Κωνσταντής ο Μαζαράκης, ο κατά σύστημα χαμένος Μπάμπης Βινιεράτος και ο Διονύσης Χριστοφοράτος, που όλοι τον ξέρανε Μπακούκα, πάντα αδικημένος και διαμαρτυρόμενος.
Ότι ζωντανό και ενεργητικό σε ανθρώπινο στοιχείο είχε εκείνα τα χρόνια να παρουσιάσει η αγορά, το εργατικό δυναμικό από τα «εργαστήρια» του Αργοστολίου, μαθητευόμενοι και νοικοκύρηδες, μαζευόντανε στο χώρο των Λυκιαρδοπουλάτων που ήταν ο χώρος τους. Ότι ήτανε για τους άρχοντες η λέσχη τους ήτανε για τους ανθρώπους της δουλειάς «οι Μουριές»!
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το παιχνίδι βάσταε από βραδύς, όλη την άλλη μέρα, χωρίς σταματημό. Καθιερωμένα στέκια του το τέλος Λιθοστρώτου, εκεί στη συμβολή με τη Δεβοσέτου, κάτου από το φανάρι του ‘λεκτρικού που έκανε τη νύχτα – μέρα. Άλλες ομάδες προτιμούσανε το τρίστρατο πίσω από το δεύτερο δημοτικό, άλλες το πλάτωμα της επισκοπής, και ανάλογα με τη γειτονιά, στην Πλάκα πίσω από τη Μισοσπορίτισσα ή κάτου στον Άη Γιάννη. Στου Λυμπί ή στην πισόπορτα του Νάπιερ.
Ανάλογα με την παρέα που σχηματίζανε ή με το χώρο που βρισκόντανε, μόνιμοι τζογαδόροι των Λυκιαρδοπουλάτων, παρατούσανε τα στέκια τα καθιερωμένα και τους έβρισκες σε γειτονιές απόμακρες, εκεί που δεν τους περίμενες... Αρκεί να ξέρανε πως θα στηθεί «γερό παιχνίδι»... Αποξεχνούσανε και αποξεχνιώντανε μέχρι να αδειάσουνε τις ξένες τσέπες ή να αδειάσει η δική τους!
Ώρες... μερόνυχτα!...
Ο Μπάμπης ο Χαλόλης, ο Χεραβάντες, ο Σαράντης ο Μαζαράκης ή Πιτσής, ο Σκιαβίνος, ο Παναής ο Τζαννάτος, ο Μαλιαγρούτας παρέα με το Μενέλαο τον Αποστολάτο, ο Γιάννης ο Ρουκανάς, ο Λούης ο Πετράτος, μόνιμοι στριφταδόροι των Λυκιαρδοπουλάτων, στο στέκι του καπιτά – Ρήγα, δεν είχανε ανασκοπή να δώσουνε το παρόν όπου μυριζόντανε τζογάρισμα...
Είναι και άλλοι που διαπρέψανε!... Και απάτες γινόντανε και η επέμβαση της αστυνομίας πολλές φορές στάθηκε απαραίτητη... οι δουλευτάδες του λιμανιού, οι μεροκαματιάρηδες της αγοράς, οι θεληματάδες, οι χτιστάδες, οι λαγουρέντες, οι ρεμεσιέρηδες, οι σφάκτες στα σφαγεία, οι βοηθοί στα μικρομάγαζα, βρίσκανε διέξοδο τα Σαββατοκύριακα «να τα στρίψουνε»... χωρίς με ετούτο να αποκλείονται και οι καθημερινές και οι εργάσιμες!
Η μπάνκα έφτανε σε ανυπολόγιστα ύψη. Και βέβαια σκοπός δεν ήτανε η ψυχαγωγία, αλλά το «κέρδος», και όταν ετούτο δεν επιτυγχάνεται με την τύχη, οι κακότροποι και ζαβολιάρηδες επιστρατεύανε την απάτη και την κλοπή.
Η μπάνκα έφτανε σε ανυπολόγιστα ύψη. Και βέβαια σκοπός δεν ήτανε η ψυχαγωγία, αλλά το «κέρδος», και όταν ετούτο δεν επιτυγχάνεται με την τύχη, οι κακότροποι και ζαβολιάρηδες επιστρατεύανε την απάτη και την κλοπή.
Πολλές φορές οι παίχτες τα χάνανε όλα!... Και για να διατηρήσουνε την «τιμή» τους αναγκάζονται να ξοφλήσουνε αυτά τα χρέη με τα ρούχα που φορούνε!
«Τήν ἀπερασμένη ἐβδομάδα ὁλόζορκος ὡς τόν πρωτόπλαστον Ἀδάμ ἔτρεχεν ὁ δεκαεξαετής νέος Πάντζαλης καί ἐπροσπαθοῦσε νά κρύψη ἀπό τά μάτια τοῦ κόσμου τήν γύμνια του καί τήν ξυπολιά του εἰς τά χαντάκια τῶν χωραφιῶν τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Ξένων. Ἦτο ὁ νέος οὗτος τρελλός ἤ ἐληστεύθη ἀπό τόν Ντάκον ἤ Νταβέλλην; Ὄχι! Ὁ νέος οὗτος ἦτο φρόνιμος, ἀλλ' ἐλληστεύθη ἀπό τό ἀθωότατον παιγνίδι τοῦ ψηλοῦ, τό ὁποῖον τόσο ἀθῶον θεωρεῖται ὅπου οὔτε ἀπό τήν Ἀστυνομίαν ἐμποδίζεται οὔτε ἀπό τόν Νόμον τιμωρεῖται.
Εἰς τό ψηλό πετάει ὁ ἕνας μιά πεντάρα καί ὁ ἄλλος κράζει Βασιληᾶς ἤ Κορῶνα... Ἐάν ἐκεῖνο ὁποῦ ἔκραξε εἶναι κατά τήν γῆν σκεπασμένο, ὅταν πέση ἡ πεντάρα, τότε κερδίζει ὁποῦ τήν ἔρριψε ψηλά.
Αὐτό τό ἀθῶον παιγνιδάκι ἔπαιζεν ὁ Πάντζαλης μέ τόν Μυρίντζη. Ὁ Πάντζαλης ἔχασε ὅσα λεφτά εἶχε, ἀλλά τοῦ ἔμεναν τά ἐνδύματά του. Ἔδωσαν εἰς αὐτά μίαν ἀξίαν. Ἔρριψαν ψηλά τήν πεντάρα. Καί ἔχασεν ὁ Πάντζαλης!
Ὁ Πάντζαλης ἐγδύθηκε ἀπό τήν κορυφή ἕως τά νύχια, παρέδωσε καί αὐτό τό πουκάμισόν του εἰς τόν Μυρίντζη διά νά διατηρήση ὡς τίμιος ἄνθρωπος τόν λόγον του καί τήν ὑπόσχεσίν του, καί ἔτρεξεν νά κρυφθῆ εἰς τά χωράφια ἕως ὅτου ἔρθη τό βράδυ...».
Η περίπτωση ετούτη δεν είναι η μοναδική... Αν την καταχώρισα με πιστότητα, είναι για να εκθέσω ακόμα μία παραλλαγή του παιχνιδιού, με ένα κέρμα.
Η περίπτωση ετούτη δεν είναι η μοναδική... Αν την καταχώρισα με πιστότητα, είναι για να εκθέσω ακόμα μία παραλλαγή του παιχνιδιού, με ένα κέρμα.
Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται πάντα τόσο ειρηνικά... Καμιά φορά στην ένταση της διαμάχης άστραφτε και κανένα μαχαίρι... Ο απολογισμός έδειχνε όχι μονάχα «γυμνούς» και «χαμένους», αλλά και... θύματα και... θύτες...
Άλλες φορές το πάθος οδηγεί σε άλλα επακόλουθα, λιγότερο οδυνηρά. Μικρομεταπράτες παίζουν την πραμμάτια, γυρολόγοι το εμπόρευμα, βοηθοί τα λεφτά του αφεντικού...
Ο Γεράσιμος ο Διακάτος, αδελφός του Γιάννη του Σάουλα, αφού γύρισε τη Λειβαθώ και ξεπούλησε τη μαρίδα, καταστάλαξε στη Λακύθρα, που στο πλάτωμά της είχε στηθεί ένα «ψιλό πατρινό».
Σαν κοντοβράδιασε οι τσέπες του είχαν αδειάσει και από τα δικά του λεφτά και από του ψαριού το διάφορο. Χρόνια πάσχισε ο αδελφός του ο Γιάννης, νοικοκύρης άνθρωπος, να τον συμμάσει... Δεν ήτανε όμως εύκολο. Γιατί το παιχνίδι για δαύτον ήτανε κάτι πιο πολύ από ανάγκη!...
αι όχι μονάχα γι’ αυτόν... Σαν ψυχική ανάγκη το νοιώθανε όλοι οι παίχτες που διαπρέψανε σε δαύτο... Σε μία εποχή που το άγχος της ζωής ζητούσε διέξοδο και που η λαϊκή ψυχαγωγία ήτανε ανύπαρκτη, «το στριφτό», έστω με τις επιζήμιες χασούρες του, είχε μεταβληθεί σε μεράκι. Είναι ίσως το τυχερό παιχνίδι που δικαιούται τις λιγότερες κατηγορές, γιατί ακόμα και όταν κάποιος από τους χαμένους «τα έκανε κούτουπο» και εξαφανιζότανε με όσα πρόφταινε να αρπάξει, το βράδυ στην ταβέρνα που θα έσμιγε με τους συμπαίχτες του, θα φιλιωνότανε πληρώνοντας τα κεράσματα!
Το «κορώνα – γράμματα», «βασιλιάς ή κορώνα», «μάρκος ή κοπέλα», με δύο ή πιο επικίνδυνα με ένα νόμισμα, είναι το παιχνίδι που ξεκίνησε με πολύ βαθιές ρίζες. Είναι μια εξέλιξη των «πεσών» των Αρχαίων. Είναι τα «κόκαλα» του μεσαίωνα. Τα «ζάρια» των νεοτέρων.
Στην απλότητα και την ταχύτητα χρωστά την έντονη συγκίνηση που προκαλεί. Και πάνου σ’ αυτή τη συγκίνηση ποντάρουν οι πιστοί και αφοσιωμένοι του...
Το «μπαρμπούτι »των νεοτέρων, που και στον τόπο μας είδε ώρες βασιλείας, είναι μια εξελιγμένη μορφή του στριφτού. Βέβαια πιο ταχεία, πιο καταλυτική και σύμφωνη με την πρόοδο της εποχής μας.
Ο άνθρωπος σα στοιχείο ψυχικό έχει έντονες αντιθέσεις. Νομίζεις πως μέσα στην ύλη του τη δημιουργική, υπάρχει η αντιύλη της καταστροφής. Το συναίσθημα της αυτοκαταστροφής του προξενεί ίλιγγο και συγκίνηση. Πολλές φορές στοιχεία απαραίτητα για την βιοψυχική του ισορροπία. Δεν εξηγείται αλλιώς η τέχνη του ακροβάτη, τα πηδήματα του θανάτου, η μέθη του παιχνιδιού, που σ’ αυτό πάνου παίζει πολλές φορές όχι μονάχα την περιουσία του, μα και την υπόληψή του.
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος με περισσότερες αδυναμίες και με λιγότερη αντοχή!... Ολόκληρη πολιτιστική περίοδο αγωνίζεται, όχι για να καλλιεργήσει εκείνο που δύναται, αλλά για να δαμάσει εκείνο που επιθυμεί!...
Μην τον παρεξηγήσουμε... μην τον κατηγορήσουμε... Είναι άνθρωπος!...
*Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο του συγγραφέα «Το Αργοστόλι Διασκεδάζει», Αργοστόλι 1976
Κείμενα – Παρουσίαση: Αγγελοδιονύσης Α. Δεμπόνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου