Απο Αλεξη Διαμαντατο
Γιώργο , αφιερωμένο το κείμενο σε ένα αγέρωχο άνθρωπο που δεν είναι πια κοντά μας. Αφήσαμε μια συζήτηση στη μέση...
Τίτλος Νέκυια
ΟΜΗΡΟΣ
12. – Ὀδύσσεια λ 465-491, 541-567
Ο Οδυσσέας, ο οποίος έχει φτάσει στα νησιά των Φαιάκων, συνεχίζει, στο παλάτι του Αλκίνοου, την εξιστόρηση των περιπλανήσεών του στα δέκα χρόνια που έχουν περάσει από την άλωση της Τροίας. Η προηγούμενη ραψωδία έκλεισε με την περιπέτειά του στο νησί της Κίρκης. Εκεί, την ώρα που ο Οδυσσέας άκουγε την ίδια την Κίρκη να του λέει ότι αυτός και οισύντροφοί του μπορούν να εγκαταλείψουν το νησί της, την ίδια ώρα μάθαινε -πάλι από την Κίρκη- ότι ο δρόμος της επιστροφής στην Ιθάκη περνάει υποχρεωτικά από τον κόσμο των νεκρών, όπου ο ήρωας θα συναντήσει τον μάντη Τειρεσία και θα του ζητήσει να τον συμβουλέψει. Η κάθοδος στον Άδη συνιστά ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια της Οδύσσειας, στην εξιστόρηση του οποίου αφιερώνεται μια ολόκληρη ραψωδία, που οι Αλεξανδρινοί της έδωσαν εύστοχα τον τίτλο Νέκυια. Ο ήρωας, αφήνοντας να τον οδηγήσει ο άνεμος, όπως του είχε υποδείξει η Κίρκη, και ακολουθώντας με τελετουργική αυστηρότητα και τις άλλες υποδείξεις της (σπονδές, τάματα, θυσίες), πέρασε το όριο της ζωής και του θανάτου και βρέθηκε στον χώρο των νεκρών. Εκεί συναντάει αρχικά τις ψυχές του Ελπήνορα, του Τειρεσία και της μητέρας του της Αντίκλειας, έπειτα 14 γυνακείες ηρωικές μορφές, έπειτα τρεις ήρωες του Τρωικού πολέμου (τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα) και, τέλος, έξι ήρωες του απώτερου παρελθόντος με έσχατο τον Ηρακλή.
Οι στίχοι που ακολουθούν αναφέρονται στη συνάντηση με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα.
Οι δυό μας,1 συναλλάσσοντας τα πικραμένα λόγια μας,465
εκεί στεκόμαστε, στη λύπη μας δοσμένοι, στο δάκρυ μας πνιγμένοι.
Και τότε ήλθε η ψυχή του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα,
και του Πατρόκλου η ψυχή, και του άψογου Αντιλόχου,2
κι ακόμη του Αίαντα, που υπήρξε ο άριστος στην όψη, στο παράστημα,
ανάμεσα στους άλλους Δαναούς, με μόνη εξαίρεση τον Αχιλλέα.470
Αμέσως μ᾽ αναγνώρισε του Αιακίδη3 η ψυχή, ασυναγώνιστου τότε στο τρέξιμο,
ολοφυρόμενη φώναξε το όνομά μου κι, όπως μου μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Γέννημα του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα·
άφοβε, ποιο άλλο έργο φοβερότερο θα βάλει ακόμη ο νους σου;
που τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου νεκροί μονάχα475
κατοικούν, δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές
βροτών που έχουν πεθάνει».
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
«Ω Αχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Αχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον Τειρεσία, μήπως μου δώσει
κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν Ιθάκη.480
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας μου· με δέρνει πάντα το κακό. Εσένα όμως,
Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα ρθούν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να ᾽σουνα θεός,
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,485
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι᾽ αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου».
Σ᾽ αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο4 πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,490
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.»
.............................. .............................. ..................
Τότε κι άλλες ψυχές νεκρών αφανισμένων
είχαν στηθεί εκεί και καθεμιά ρωτώντας έλεγε τον πόνο της.
Μόνο η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα κρατούσε
απόσταση, βαριά οργισμένη ακόμη με τη νίκη μου,
τη νίκη που την νίκησα εγώ, όταν η δίκη εκείνη έγινε στα πλοία,545
το ποιος θα πάρει τα όπλα του Αχιλλέα -την όρισε η σεμνή του μάνα,
των Τρώων θυγατέρες κι η Αθηνά Παλλάδα.
Μακάρι να μην ήμουν νικητής σε τέτοιο αγώνα,
που έγινε η αφορμή να φάει το χώμα τέτοια κεφαλή,
τον Αίαντα, 5 που ξεπερνούσε στην ομορφιά, στα έργα του πολέμου,550
όλους τους άλλους Δαναούς, εξόν τον άψογο γιο του Πηλέα.
Και μ᾽ όλα ταύτα τον προσφώνησα, του μίλησα γλυκά:
«Αίαντα, του τίμιου Τελαμώνα γιε, δεν έμελλες αλήθεια
μήτε νεκρός να λησμονήσεις την οργή μαζί μου, για εκείνα
τα καταραμένα όπλα, που οι θεοί τα ρίξανε στη μέση,555
να φέρουν στους Αργείους συμφορά· αφού αφανίστηκες εσύ,
ο πύργος μας, κι εμείς οι Αχαιοί θρηνήσαμε για τον χαμό σου,
όσο και για τον ακριβό Αχιλλέα, γιο του Πηλέα,
κι ακόμη σε θρηνούμε. Ένοχος όμως άλλος κανείς δεν βρίσκεται
εξόν ο Δίας, που μίσησε θανάσιμα στρατό και μαχητές των Δαναών·560
αυτός σε σφράγισε κι εσένα με τη μοίρα του θανάτου.
Αλλά, γενναίε, τώρα σύγκλινε, άκουσε τη φωνή του λόγου μου·
δάμασε πια το μένος σου και τον περήφανο θυμό σου».
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως δεν απάντησε, δεν είπε λέξη·
αμίλητος προχώρησε μαζί με τις ψυχές άλλων νεκρών που χάθηκαν,
στο μαύρο Έρεβος.
Μπορεί ωστόσο, έστω και χολωμένος, να μου μιλούσε ή565
και να του μιλούσα πάλι εγώ· αλλά δεν μ᾽ άφησε η καρδιά στα στήθη,
που γύρευε να δει κι άλλες ψυχές νεκρών.
(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου