Χριστουγεννιάτικο Εσπέρας
Ήταν Χριστούγεννα που γυρνάς στο χωριό
την ώρα που κτυπούσαν οι καμπάνες
το δρόμο ροβολούσες τ’ ανηφορικό
καμάρωναν που σ’ έβλεπαν οι μάνες.
Βρήκες την γιάγια στο κατώφλι του σπιτιού
ν’ έχουνε πέσει χιόνια στο κεφάλι
κι ο γέροντας ο σκύλος σύντροφος παντού
εκούνα την ουρά του αγάλι – αγάλι.
Ένας τον άλλον συντρόφευε, μαζί
χαρές και πίκρες είχανε μοιράσει
και συζητώντας κάποια γλώσσα τους κοινή
χέρι με χέρι... είχανε κι δυο γεράσει.
Σαν κάποια λάμψη διεγράφη στη ματιά
κι απλώθηκε σκελετωμένο ένα χέρι,
στο μάγουλο διαμάντι εκύλαγε αργά
-- περίμενα να μου ’ρθεις παλληκάρι».
Κάθε Χριστούγεννα περίμενα εσέ παιδάκι
τα κάλαντα να ’ρθεις να πεις,
με τους μικρούς σου φίλους το βραδάκι
ειρήνη τραγουδούσες ν’ έρθει επί της γης.
Έλα, Χριστός γεννάται πες μου απόψε
ως τα έλεγες σαν ήσουνα παιδί
και το ψωμί έλα εδώ μετά και κόψε
πως την περίμενα ετούτη τη στιγμή!
Virginia, Δεκεμβρίου 24, 1985
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου