Πέτρος Αρμόδωρος
Η λιμνοθάλασσα του Πόρου !!!
του Ρειθρου το λιμανι
https://porosnews.blogspot.com/2018/02/blog-post_965.html
ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;
οὐ μὲν γὰρ τί σε πεζὸν ὀίομαι ἐνθάδ᾿ ἱκέσθαι.
καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ εἰδῶ,
και ποιο είναι το καράβι που 'φτασες; οι ναύτες στην Ιθάκη
πως σ᾿ έφεραν μαθές; ποιοί πέτουνται πως είναι τάχα, πες μου'
στα μέρη ετούτα δε φαντάζουμαι πεζός φτασμένος να 'σαι!
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, καλά να καταλάβω:
175 ἠὲ νέον μεθέπεις ἦ καὶ πατρώιός ἐσσι
ξεῖνος, ἐπεὶ πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ
ἄλλοι, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
Τάχα πρωτόρχεσαι στον τόπο μας, για είσαι παλιάθε φίλος
του κύρη μου; πολλοί μας έρχουνταν μαθές στο σπίτι ξένοι
χρόνια παλιά, γιατί τριγύριζε πολύν κι εκείνος κόσμο.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια"
180 Μέντης Ἀγχιάλοιο δαίφρονος εὔχομαι εἶναι ̈
υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω.
νῦν δ᾿ ὧδε ξὺν νηὶ κατήλυθον ἠδ᾿ ἑτάροισιν
πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ᾿ ἀλλοθρόους
ἀνθρώπους,
ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ᾿ αἴθωνα σίδηρον.
πως είμαι γιος του Αγχίαλου πέτομαι του καστροπολεμάρχου᾿
Μέντη με λεν, κι οι καραβόχαροι Ταφιώτες μ᾿ έχουν ρήγα.
Εδώ έχω φτάσει με τους συντρόφους στο πλοίο μου΄ ταξιδεύω
για τόπο αλλόγλωσσο, την Τέμεσα, στο πέλαο το κρασάτο,
στραφταλιστό να δώσω σίδερο, χαλκό να πάρω πίσω.
185 νηῦς δέ μοι ἥδ᾿ ἕστηκεν ἐπ᾿ ἀγροῦ νόσφι πόληος,
ἐν λιμένι Ῥείθρῳ ὑπὸ Νηίῳ ὑλήεντι.
ξεῖνοι δ᾿ ἀλλήλων πατρώιοι εὐχόμεθ᾿ εἶναι
ἐξ ἀρχῆς, εἴ πέρ τε γέροντ᾿ εἴρηαι ἐπελθὼν
Λαέρτην ἥρωα, τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε
Μακριά απ᾿ το κάστρο το καράβι μου στα ξώμερα προσμένει,
κάτω απ᾿ το Νήιο το πολύδεντρο, στο Ρείθρο το λιμάνι.
Και φίλοι γονικοί λογιόμαστε πως είμαστε από χρόνια
παλιά᾿ για τράβα, αν θες, στο γέροντα, τον αντρειανό Λαέρτη,
και ρώτα τον ακούω, δεν έρχεται στην πολιτεία πια τώρα,
190 ἔρχεσθ᾿, ἀλλ᾿ ἀπάνευθεν ἐπ᾿ ἀγροῦ πήματα πάσχειν
γρηὶ σὺν ἀμφιπόλῳ, ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε
παρτιθεῖ, εὖτ᾿ ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν
ἑρπύζοντ᾿ ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο.
νῦν δ᾿ ἦλθον: δὴ γάρ μιν ἔφαντ᾿ ἐπιδήμιον εἶναι,
μον᾿ έξω στα χωράφια κάθεται μακριά και τυραννιέται,
και μια γερόντισσα τον γνοιάζεται μπροστά του κουβαλώντας
φαγί, κρασί, σαν πια στο χτήμα του, στων αμπελιών τους όχτους,
σουρθεί ολημέρα κι απ᾿ τον κάματο του 'χουν λυθεί τα γόνα.
Με βλέπεις τώρα εδώ, τι ακούστηκε πως είχε πια διαγείρει
195 σὸν πατέρ': ἀλλά νυ τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου.
οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀδυσσεύς,
ἀλλ᾿ ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέι πόντῳ
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν
ἄγριοι, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ᾿ ἀέκοντα.
ο κύρης σου᾿ θεοί όμως σίγουρα θα του αμπόδαν το δρόμο.
Όχι, ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος δεν πέθανεν ακόμα!
Κάπου θα ζει σε θαλασσόζωστο νησί, περιορισμένος
απ᾿ το πλατύ το πέλαο, κι άπονοι τον δυναστεύουν άντρες,
άγριοι, που αμπόδια στο ταξίδι του θα βάζουν άθελα του.
http://www.uni-leipzig.de/~organik/giannis/Philosophie
/OMHROU_ODYSSEIA_OLD_NEW_OLO_20_01_2008.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου