Δημοσιεύτηκε στο «ΖΙΖΑΝΙΟ» τον Μολφέτα φύλλο 129 της 26 Φεβρουαρίου 1900
το ανέβασε στο φεις η
«Παλιά στις μάσκαρες διακωμωδούσαν τις κηδείες και τους γάμους όπως και άλλα κοινωνικά φαινόμενα ή συμβάντα». Το προικοσύμφωνο αυτό είναι μία παλιά, μάσκαρα της Πολικής. (Ήγουν ή αρεσκιά ή αναγνωσθείσα υπό του συμβολαιογράφου εις την μασκαράδαν του γάμου και την οποίαν δημοσιεύομεν κατά γενικήν απαίτησιν).
Καθησετε με προσοχήν, σφογγίσετε τα κούτελα,
που θε να στεφανώσουμε αυτά τα δυό δεοΰτελα.
που θε να στεφανώσουμε αυτά τα δυό δεοΰτελα.
Σήμερα γάμος γένεται αχ' το Καμηναρείο,
η νύφη να θερμαίνεται, γαμπρέ νάχως το κρύο.
η νύφη να θερμαίνεται, γαμπρέ νάχως το κρύο.
Σήμερον ο Ροδόθεος μαζί με τη γυνή του,
συμβούλιον εκάμανε να δώση το παιδί του.
συμβούλιον εκάμανε να δώση το παιδί του.
Και πριν καλέσουν τον παππά να κάμουνε το γάμο,
έστειλαν και μ' επήρανε την αρεσκιά να κάμω.
έστειλαν και μ' επήρανε την αρεσκιά να κάμω.
Τση τάζει δύο στρώματα γιομάτα πλανιαδοΰρια
να πέφτ' η νύφη κι ο γαμπρός να σκούζουν σα γαϊδούρια.
να πέφτ' η νύφη κι ο γαμπρός να σκούζουν σα γαϊδούρια.
Τση τάζει κι ένα πάπλωμα όλο γιομάτο βάτους
με δαΰτο να σκεπάζωνται να νιάζουν σαν τους γάτους.
με δαΰτο να σκεπάζωνται να νιάζουν σαν τους γάτους.
Τση τάζει ένα κόνισμα τον η θεοφίλη
το πρώτο θαύμα πώκαμε τσώσβυσε το καντύλι.
το πρώτο θαύμα πώκαμε τσώσβυσε το καντύλι.
Τση τάζει κι άλλο δεύτερο, τον άγιο Νικήτα
το πρώτο θαύμα πώκαμε, πωσάρταρε τη νύχτα.
το πρώτο θαύμα πώκαμε, πωσάρταρε τη νύχτα.
Τση τάζει ένα φόρεμα από λινάτσα φίνα
ναν το μεταχειρίζεται και μέσα στην κουζίνα.
ναν το μεταχειρίζεται και μέσα στην κουζίνα.
Της έταξ' ο πατέρας της μία καλή ομπρέλα
κι η νύφη την καμάρωνε κι έλεγεν «ω κεμπέλα!».
κι η νύφη την καμάρωνε κι έλεγεν «ω κεμπέλα!».
Ο αδερφός της τσέταξε έναν ωραίον ψίστη
όταν θα ψένη τον καφέ για να τζη βγεν' η πίστη.
όταν θα ψένη τον καφέ για να τζη βγεν' η πίστη.
Τση τάζουν ένα κόσκινο όλο γεμάτο τρύπες
να κοσκινίζουν πίτουρα να τρώνε τηγανήτες.
να κοσκινίζουν πίτουρα να τρώνε τηγανήτες.
Της έταξ' ο πατέρας της ένα καλό τηγάνι
Απάνουθε να ρίχτουνε και κάτουθε να βγάνη.
Απάνουθε να ρίχτουνε και κάτουθε να βγάνη.
Της έταξε κι' η μάνα της μία καλή Κασέλα
το απανάρι τσέλειπε κι ο πάτος δεν εφέλα.
το απανάρι τσέλειπε κι ο πάτος δεν εφέλα.
Της έταξ' ένα λαβαμά με δίχως το καϋνέλο
κι έλειπαν από δαύτονε ποδάρια και Κατζέλο.
κι έλειπαν από δαύτονε ποδάρια και Κατζέλο.
Της έταξε κι' ένα κομό φκιασμένο από σκόρτσες
να μπεζοβγαίνουν ποντικοί να κάνουν μέσα Φόρτσες.
να μπεζοβγαίνουν ποντικοί να κάνουν μέσα Φόρτσες.
Τσ' έταξε και τ' αμπέλι της ποΰναι στα Τσουκαλάτα
που με την πιο καλή χρονιά γιομίζει μια κανάτα.
που με την πιο καλή χρονιά γιομίζει μια κανάτα.
Τση τάζει κι άλλο δεύτερο απάνου στ' Ακρωτήρι
που το κρασί του γένεται Τραπέτσι στο ποτήρι.
που το κρασί του γένεται Τραπέτσι στο ποτήρι.
Της έταξ' η μανούλα της δυό λίτρες δαχτυλίδια
όπου τση τάφκιασ' ο Ανηάς τη νύχτα στα σκοτίδια.
όπου τση τάφκιασ' ο Ανηάς τη νύχτα στα σκοτίδια.
Τζη τάζει δυό ρεστόμπολες και τέσσερα τσιπούνια
που τάχανε οι ποντικοί χίλιων αχνών μπουκούνια.
που τάχανε οι ποντικοί χίλιων αχνών μπουκούνια.
Τα γάντια και τα σώβρακα η πόρκες, τα καπέλα
αν κάμω το λογαριασμό θε να με πιάσει τρέλα
αν κάμω το λογαριασμό θε να με πιάσει τρέλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου