Λάου - λάου = κρυφά, σιγά-σιγά
Λαουρέντες = (ιτ. laureando) βοηθός εργάτης
Λάπατο = λάχανο σαν σπανάκι
Λάτα = τενεκές
Λεβιθόχορτο = το έδιναν βραστό στα παιδιά για την καταπολέμηση των σκουληκιών και τους πόνους της κοιλιάς
Λειτουργιά = το πρόσφορο
Λειψανέβατο = λειψός, μικρός, σιγά το λειψανέβατο
Λείψεμε = άσε με ήσυχο
Λετράτο = υποκείμενο, άχρηστος και κακόβουλος άνθρωπος
Λεττόνι = ψηλός με ωραίο σώμα
Λεφατσάδα = η κατσάδα
Λιανό = λιγνό
Λιγκόνι = μυρμήγκι
Λιθιά = τοίχος με πέτρες
Λιθόστρατο = κεντρικός δρόμος του Αργοστολίου
Λικόμισμα = η σύνθλιψη της ελιάς για να βγει το ελαιόλαδο
Λιμασμένος = πολύ πεινασμένος
Λιμοψείρι = μικρόβιο που προσβάλει τις κότες
Λιμπρετάρω = ανοίγω λίγο τα παραθυρόφυλλα
Λινοκόκι = σπόροι του λιναριού και κατάπλασμα
Λιοβίρι = ζεστός αέρας, προσβάλει τις ελιές
Λιοκόκκια = τα απομεινάρια από τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου
Λιόκρουση = ίκτερος, χρυσή
Λιόντας = ψευτοπαλικαράς, λιοντάρι
Λισβός = λειψός, μικρός
Λιχούτσα = λιχουδιάρα
Λογάτε = π.χ, όπως, σα να λέμε
Λοζός = ένας χώρος βρώμικος
Λοϊδες = μαλλιά αχτένιστα
Λοϊδια = μαλλιά
Λόντρα = πολύ ωραία γυναίκα,(θαυμασμός)
Λοξάρι = το δοξάρι
Λότζα = (ιτ. loggia) η σκεπαστή προεξοχή, το υπόστεγο, θεωρείο
Λουμάκι = το βλαστάρι
Λούρα = η βέργα
Λύμπα = πέτρινη γούρνα
Λυσαντέρια = η δυσεντερία
Μoυσκλωμένος = μουτρωμένος, κατσουφιασμένος
Μαγάρα = βρωμογυναίκα
Μαγάρα = κατεργάρα
Μαγαρίζω = νοθεύω, λερώνω
Μαγαρισιά = πονηριά, κακοψυχία
Μαγαρισμένος = βρώμικος, κακόψυχος
Μάγιο = εργαλείο πελεκίσματος Μαγιόλια = πλακάκια πατώματος
Μαγκλαούρι = μεγάλο ξύλο με το οποίο τινάζαν τα δέντρα
Μάγκος = ξύλινο, βαρύ τραπέζι
Μαγκούφης = μόνος, χωρίς κανέναν, ανεπρόκοπος
Μάζωξη = συγκέντρωση
Μαΐστρα = ο κεντρικός ξύλινος δοκός που στήριζε το πάτωμα του ισογείου
Μαϊτζέβελος = άξιος, πολύ ικανός, εύχρηστος, βολικός
Μακελάρης = (ιτ. macellare) σφαγέας
Μαλάθα = μεγάλο καλάθι, κοφίνι
Μαλαουδιάζω = μουδιάζω
Μαλαουδιασμένος = μαζεμένος, κακοδιάθετος
Μαλαφράντζα = (ιτ. mal di Francia) η γαλλική αρρώστεια, σύφιλη
Μαλεβράσι = αναστάτωση
Μάλινο = ασθένεια, γρίπη, κακιά αρρώστεια
Μαλιοκάουρας = άτομο με μακριά μαλλιά, λίγο μαζεμένο
Μαλιοστούπισε = μαλλιοτράβηξε
Μαλιφίτσι = (ιτ. maleficio) καυγάς, μεγάλη φασαρία
Μαμούρια = υπηρέτες, δούλοι
Μανέστρα = σούπα με ζυμαρικά ή ρύζι
Μανοθυατέρα = μάνα και κόρη
μάντα = άκρη
Μάντα = η άκρη, το παραμέρισμα
Μάνταλος = είδος σύρτη
Μαντενούτα = ερωμένη
Μάντολα = παραδοσιακό κεφαλονίτικο ζαχαρωτό
Μαντραούρα = (αρχ. μανδραγόρας) μανιτάρι
Μαξούρι = το εισόδημα από την ενοικίαση των προβάτων
Μάρα = μαράζι
Μαραγκιασμένο = μαραμένο
Μαργέλι = (ιτ. margine) η ενίσχυση του στριφώματος
Μαργιόλα = γυναίκα που κάνει καμώματα, ναζιάρα
Μαργώνω = κρυώνω
Μαρινάροι = (ιτ. marinaio) οι ναύτες
Μαρμάγκα = αράχνη
Μαροκιές = πετριές
Μαρόκος = βράχος, κοτρώνα
Μαρτιάκος = λουλούδι άγριο κίτρινο που ανθίζει την άνοιξη
Μαρτουρεύω = βασανίζω
Μάρτσια φούνεμπρε = (ιτ. marcia funebre) πένθιμο εμβατήριο
Μάρτσια = (ιτ. marcia) εμβατήριο
Μαστέλο = (ιτ. mastello) μικρός ξύλινος κάδος
Ματίζω = ενώνω
Ματοχυλισμένος = γεμάτος αίματα
Μαυρόγιο = τα χωράφια με μαύρα χώματα
Μαυροτσούκαλο = κάποιος πολύ μαύρος
Μεγάρι = μακάρι
Μεδά = μήπως
Μελίδια = κομμάτια
Μελιδιάζομαι = τσακίζομαι
Μέλιορα = (ιτ. migliore) καλύτερα
Μεμάς = ο ’γιος να είναι μ� εμάς
Mαϊνάρω = (ιτ. mainare) κατεβάζω τα πανιά, φέρνω βόλτα, καταφέρνω
Μέντε = (ιτ. mente) νους
Μεντέρι = καναπές, ντιβάνι
Μερεμέτι = μικρή δουλειά, βαρετή
Μερετάρω = (ιτ. meritare) σέβομαι, εκφράζω τις ευχαριστίες μου
Μέρετο = (ιτ. merito) αξιοσύνη, σεβασμός
Μέρμηγκας = Κεφαλονίτικος χορός
Μεροστράτη = ο δρόμος μιας ημέρας
Μεσάλι = το τραπεζομάντιλο
Μέσπολα = μούσμουλο
Μέτελας = παραφθορά του Μεϊτλανδ, ’γγλου αρμοστή
Μικιάρισμα = σκοποβολή, σημάδι
Μικιάρισμα = σημάδι, στόχος σκοποβολής
Μιλιταριό = πολυλογία
Μινούτο = (ιτ. minuto) το λεπτό της ώρας
Μιόβολο = πεντάρα, οβολός μικρής αξίας
Μιράκολο = (ιτ. miracolo) θαύμα
Μιρακολόζο = (ιτ. miracoloso) θαυμάσιο, αξιοθαύμαστο
Μισακά = μισά-μισά
Μισοβέτσικο = μισότρελο
Μισοφαστιδιασμένονε = ζαλισμένο, μισολιπόθυμο
Μισοψιχαλισμένος = μισομεθυσμένος
Μογδόνι = πέτρα μεγάλη, σκληρή που δεν κόβεται
Μολαΐμησε = ηρέμησε
Μολημέρι = να βρέχει όλη μέρα (σιρόκος)
Μόλτο ονοράτο = (ιτ. molto onorato) μεγάλη του τιμή
Μομέντο = στιγμή
Μομέντο = (ιτ. momento) σε μια στιγμή
Μόμολο = γελοίος, κοροϊδευτικά μαϊμού
Μόμπιλε = (ιτ. mobile) η διακόσμηση, τα έπιπλα
Μόνε = μονάχα, παρά
Μονήρονο = η σκεπή να έχει κλίση στη μια πλευρά
Μονητάρως = ολωσδιόλου
Μονιά = εκεί που λουφάζουν τα άγρια ζώα
Μονομερίδα = φαρμακερό φίδι
Μονομηνήτικα = έχουν γεννηθεί τον ίδιο μήνα
Μονόπαντο = γέρνει από τη μια πλευρά
Μονοτσέμπερο = χωρίς βοήθεια, μόνος
Μορογάρω = αργοπορώ
Μορόπουλο = κολοκυθάκι
Μόρος = (ιτ. moro) αμίλητος, σκυθρωπός, μαύρος
Μοροφίντο = μεσοτοιχία, πρόχειρο εσωτερικό χώρισμα σπιτιού
Μόρσα = (ιτ. morsa) μέγγενη
Μοσκιά = αναρριχώμενη τριανταφυλλιά, ροζ, άσπρη
Μοτάρι = πληγή, αλλά και καημός, το έχω μοτάρι στη ψυχή μου
Μουζεντούρης = θύμωσε, κατέβασε τα μούτρα του
Μουλιάτικο = ορφανοτροφείο για νόθα
Μουλώνω = πεισματώνω, κάνω μούτρα
Μουμούδι = μεδούλι, ψύχα ξηρών καρπών
Μουντί = η βούρτσα του ασπρίσματος
Μουντίζω = ασβεστώνω
Μουρέλο = μεσαίο ξύλο για φωτιά
Μούρλα = τρέλα (μουρλός = τρελός)
Μουρλοκομείο = τρελοκομείο
Μουρτάρι = το γουδί το μπρούτζινο
μουρτόριο = κηδεία
Μουρτόριο = (ιτ. mortorio) η κηδεία
Μουσκετάρω = πυροβολώ
Μουσκλωμένος = κατσουφιασμένος, μουτρωμένος
Μουσούδια = το σαγόνι του ζώου
Μούσουλα = μύδια (επήε για μούσουλα = πνίγηκε)
Μούτελι = σκόνη, τα έκανε μούτελι
Μούτος = (ιτ. muto) αμίλητος
Μουτρούνα = αγκάθια με φαρδιά φύλλα
Μουτσούνα = προσωπείο
Μπαζίνα = ο χυλός που έπηξε πολύ
Μπαίγνιο = κορόιδο
Μπακαλέρω = (Παναγία), εκκλησία στα Μπακαλεράτα της Πυλάρου
Μπακατέλες = κακοφτιαγμένες δουλειές, αλλά και γυναίκες περαρμένης ηλικίας
Μπαλιγάρω = προσπαθώ να ηρεμήσω κάποιον
Μπάλλος = (ιτ. ballo) γνωστός κεφαλονίτικος χορός
Μπάλος = (ιτ. palo di ferro) λοστός
Μπαμπάι = μικρό έντομο
Μπαμπακάς = βάτραχος
Μπαμπαφίοι = κάτι χωρίς γούστο
μπαμπόνι = καρούμπαλο
Μπαμπόνι = καρούμπαλο
Μπαμπουλωμένος = το ντύσιμό του να σκεπάζει και το πρόσωπο
Μπαόρδα = το πολύ φαγητό
Μπαραφούζα = αταξία, ζημιά
Μπαρμπαρόσυκα = φραγκόσυκα
Μπαρμπουλές = τοπικό παραδοσιακό ζαχαρωτό
Μπαρμπούτα = (ιτ. barbuta) το προσωπείο, η μάσκα
Μπαρμπούτσι = κακόφημο στέκι
Μπάρτσα = γίδα με κέρατα
Μπαρτσινέβελος = αφεντικό, επιστάτης
Μπαρτσολέτες = κωμικά αστεία
Μπασιά = επισκέψεις, έχω μπασιά
Μπαστελάμενος = γερός, δυνατός
Μπατανία = κουβέρτα αργαλειού
μπατάρω = πέφτω
Μπατάρω = γέρνω
Μπατίδο = (ιτ. battuto) χαλασμένο, παλιό
Μπατικιές = πετροβόλισμα
Μπάτινα = το βερνίκι παπουτσιών
Μπατούτα = (ιτ. battuta) μουσικό μέτρο
Μπάχαλο = φασαρία
μπεβερίνος = μπεκρής
Μπεβερίνος = μπεκρής, αλκοολικός
Μπεζεστένι = μεζέδες
μπελέτσα = ομορφιά
Μπελέτσα = (ιτ. bellezza) ομορφιά
Μπελτές = ντομάτα, αλλά και το ζουμί του κυδωνιού
Μπεμπεούρι = το αρνάκι, αλλά και παιχνίδι παιδί
Μπερδελό = με χρώματα ζωηρά, παρδαλό
Μπερετόνι = κασκέτο
Μπερτόδος = (ιτ. bertoldo) ο βλάκας
Μπέστιας = (ιτ. bestia) παλιάνθρωπος, παλιοτόμαρο
Μπιβαδόρος = μεθύστακας, μπεκρής
Μπίδι = ολόγυμνος
μπικερίνι = ποτηράκι για λικέρ
Μπικερίνι = (ιτ. bicchierino) ποτηράκι του λικέρ
Μπιλιέτο = (ιτ. biglietto) εισιτήριο θεάτρου κυρίως
Μπιομπός = γελοίος
μπιρτσιλίρω = ξεκουτιαίνομαι
Μπιστικός = τσοπάνης
Μπιστιού = βερεσέ
Μποδιακό = ποδαρικό
Μποκές = μπουκέτο, ανθοδέσμη
Μπόλια = πετσέτα
Μπομπή = ντροπή
μπόμπολας = σαλίγκαρος
Μπόμπολας = σαλιγκάρι
Μπομπόνι = διάσονας
Μπόνα και μπόνε = (ιτ. buona) δεν είμαι καλά, πχ. δεν είμαι στα μπόνα μου, είμαι αδιάθετος
Μπονόρα = νωρίς
Μπόντες = (ιτ. ponte) η γέφυρα του Αργοστολίου, αλλά και κάθε γέφυρα
Μπονώρα = (ιτ. buonora) ενωρίς
Μποστάνι = λαχανόκηπος
Μποτέγα = (ιτ. bottega) μαγαζί όπου μπορεί να φάει κάποιος
Μπότης = πήλινη στάμνα
Μποτσόνι και μπότσα = μπουκάλι
Μπουγάζι = το πέλαγος
Μπουζάκα = είδος βατράχου
Μπούζι = παγωμένο
Μπουζουνάρα = μεγάλη αγάπη
μπουκούνι = κομμάτι
Μπουκούνι = κομματάκι
Μπουνέλο = διάρροια
Μπουργέτο = μαρίδα στο φούρνο
Μπούρδινο = φθηνό ύφασμα
Μπουρί = να ψειρίσουν τα παιδιά, κάνε μπούρι
Μπουρλάρω = αστειεύομαι
Μπουρμπουρέλια = όσπρια ανακατεμένα
Μπουρμπουρέλω = η Παναγία που γιορτάζει της 21 Νοεμβρίου
Μπουρνέλα = κορόμηλο
Μπουρούκι = μπρίκι
Μπούτζαρα = άχρηστα πράγματα
Μπουχαρί = καπνοδόχος
"Μπρε = τι κάνεις μπρε; Βρε"
Μπρέκια = ζημιά, βρωμοδουλειά
Μπρι = πριν
Μπριτού = προτού
Μπριτσιλίρω = ξεκουτιένομαιΝαίσκε = ναι, μάλιστα
Νεγότσιο = (ιτ. negozio) παρεδώσε, εμπόριο
Νεκρό = ανάλατο
Νεφταρμοί = οφθαλμοί, μάτια
Νια = μία
Νιάζω = νιαουρίζω
Νιανιάος = αυτός που έχει φωνή σαν νιαούρισμα γάτας
Νιβιδιόζος = (ιτ. invidioso) φθονερός, κακόκαρδος, χαιρέκακος
Νιέντε = (ιτ. niente) τίποτα
Νιονιό = μυαλό
Νιοφρούτι = τα πρώτα φρούτα εποχής
Νιπένιο = (ιτ. impegno) τάξιμο
Νισάφι = έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση
Νιτερέσι = συμφέρον
Νιτερέσι = (ιτ. interesse) συμφέρον, πχ. να κοιτάζεις το νιτερέσι σου, τη δουλειά σου
Νοβιτά = (ιτ. novita) κουτσομπολιά, αλλά και είδηση
Νογάω = δεν νογάει τίποτε, δεν καταλαβαίνει
Νόνα = γιαγιά
Νότια = η υγρασία
Ντακόρτο = (ιτ. daccordo) συμφωνία
Ντάλε-κουάλε = δυο που μοιάζουν
Ντανταρίζω = τραντάζω
Ντέζω = αγκιστρώνομαι κατά λάθος
Ντελίριο = (ιτ. delirio) εκτός εαυτού, παροξυσμός, παραλήρημα
Ντεμέλα = μαξιλαροθήκη
ντερίνα =γαβάθα
Ντερίνα = σουπιέρα, γαβάθα
Ντζελουδίες = βαφές, κραγιόν, πούδρες
Ντολτσέτσα = (ιτ. dolcezza) η γλύκα
Ντορός = ίχνη
Ντούκια = άρρωστος στο κρεβάτι
Ντούκουε = (ιτ. dunque) ώστε, λοιπόν
Ντράβαλα = φασαρία
Ντριμόνι = κόσκινο
Ντρίτα = ευθεία, ίσα
Ντριτάρω = ισιώνω
Ντρίτος = ίσιος
Ντρογάδα = αέρας και βροχή
Ντροδίζει = θόρυβος, φασαρία, ξεκουφαίνει
Ντρόλακας = θόρυβος δυνατός
Ντρουβέλι = σκέψεις βασανιστικές
Νώμος = ο ώμος
Ξαγιάζω = πληρώνω σε είδος, πχ. το ξάι του λιτρουβιού
Ξαγκλίζω = ξεμπερδεύω μαλλιά
Ξαγκρίζω = καθαρίζω προσεχτικά το σπίτι
Ξαγραμπαλώνω = ξεγαντζώνω
Ξαίνω = το καθάρισμα του μαλλιού πριν το γνέσιμο
Ξαλαφιασμένος = κατατρομαγμένος
Ξαλαφιασμένος = αναστατωμένος, κατατρομαγμένος
Ξαμπελώνω = ξεφυτεύω το παλιό αμπέλι
Ξαναγραβάρισε = ανακάτεψε, γύρισε το μέσα έξω
Ξαναθηλικώνω = ξανατυλίγω
Ξαναπούλιασμα = το φτέρωμα των πουλερικών όταν ανανεώνεται το χειμώνα
Ξαπόστα = επίτηδες
Ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι
Ξαρκής = κάνω κάτι από την αρχή
Ξαστόχησα = λησμόνησα
Ξεγαλίζω = βγάζω την πέτσα του δέρματος
Ξέει = ξύνει
Ξεκίπησα = μεταφορικά για κάποιον που έχασε τα παιδιά του
Ξεκουρούποτος = με το κεφάλι χωρίς καπέλο
Ξεκουτάλεμα = δοκιμή του φαγητού για να δούμε αν είναι έτοιμο
Ξελάγκι = κυνήγι, κατόπι, πχ. τον πήρε ξελάγκι
Ξελάκου = κυνηγάω κατά πόδας
Ξελεξιά = βρίσιμο και από τις δυο πλευρές, αλληλοβρίσιμο
ξεμιτιστό φάσκελο = κεφαλλονίτικη μούντζα
Ξεμπάχαλος = δυνατός μπάτσος, χαστούκι
Ξεμπουρίζομαι = ξετρελαίνομαι, κάνω ανοησίες, συνηθίζω στις απολαύσεις
Ξενοπρεδεύω = γυρίζω αλλού για ερωτοδουλειές
Ξενότισμα = πλεχτό μπάλωμα στις κάλτσες, στις φτέρνες
Ξενοψωμίζω = τρώω σε ξένο σπίτι
Ξεντώνομαι = τεντώνομαι
Ξεραθύμισε = έφαγε κάτι με ευχαρίστηση
Ξεραποξυλώθηκα = κοιμήθηκα βαριά
Ξερατίζω = τρώω τις ρώγες από το σταφύλι πάνω στο κλήμα
Ξερέξι = κάτι εξαιρετικά ορεκτικό
Ξερίχι = σταφύλι μαύρο
Ξερνοβολάω = κάνω εμετό
Ξεσκλίζω = σκίζω βίαια
Ξεσπιρίζω = ομορφαίνω, ξεπετάγομαι
Ξεστελλιάζω = διαλύω, βγάζω από τη θέση
Ξεσυνερίζομαι = λαμβάνω υπόψη
Ξεσυνερισιά = η άμιλλα
Ξεσφαΐζομαι = πέφτω και χτυπάω, τσακίζομαι
Ξετιμώνω = κουτσομπολεύω, κάνω βούκινο
Ξετιμωτής = ο εκτιμητής
Ξετσάνησε = είναι στα κέφια του, πήρε θάρρος
Ξεχάραξε = για την κότα που κάνει αυγό πρώτη φορά
Ξυγκάκι = το περιτόνιο, πχ. σιγά και μη σου βγει το ξυγκάκι
Ξωκρατώ = κρατάω μούτρα σε κάποιον, σε απόσταση
Ογκεσέ = όχι
Ογκιά = υποδιαίρεση της λίτρας
Ολόγρος = μουσκεμένος
Ονόρε = (ιτ. onore) τιμή
Όντις = όταν
Ορά = ουρά
Οργιό = τρεμούλα, ρίγος
Οργιοστάλαχτος = πεντακάθαρος
Ορμηνεύω = συμβουλεύω
Ορνέλα = μεγάλο κωνικό βαρέλι
Όρντινε = διαταγή
Όρτα = η καλή πλευρά του φορέματος
Όρτινο = (ιτ. ordine) διαταγή, εντολή
Ορτοκούτσουλο = κάτι όρθιο και άχαρο
Όσκε = όχι
Όστρια = άνεμος νότιος, ζεστός, λίβας
Ούρδου = να ορμήσεις πάνω του
Οφίτσια = (ιτ. officio) προνόμια
Οφίτσιο = αξίωμα στρατιωτικό, πολιτικό, εκκλησιαστικό
Παδείρησα = ταλαιπωρήθηκα
Παδέλα = (ιτ. padella) πήλινη κατσαρόλα
Πάκια = νεφρά
Παλαβιάρης = ανόητος, μωρός
Παλαμίζω = σοβατίζω
Πάλε = πάλι
Παλιάτσα = μέτρο λαδιού
Πανιάστηκε = πονηρεύτηκε
Πάντα κι άλλη = από το ένα μέρος κι από το άλλο
Παντιέρα = (ιτ. bandiera) σημαία
Παπαρδέλες = ανόητες ψευτιές
Παπόρι = (ιτ. vapore) βαπόρι
Παπόρο = βαπόρι
Παραζούζουλος = ελαττωματικός
Παρακατούλια = υποδεέστερος
Παρακουφάδες = έβγαλε παρακουφάδες, κουφάθηκε
Παρασάνταλο = παλιοπάπουτσο
Παργατάρω = παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
Παρί = αμ' πως, παρά, μονάχα
Πάρλα = (ιτ. parlare) κουβέντα
Παρμένος = ακίνητος από πόνους
Πάρτε διαόλοι βάγια = ασυδοσία
Παρτικουλάρω = (ιτ. particolare) υπερασπίζομαι
Πασέτο = μέτρο
Παστόκα = (ιτ. pastocchia) ψευτιά
Πάστρα = καθαρό
Παταούδιασε = πάγωσε
Πατέλα = πεταλίδα
Πατριδί = φασαρία
Πέζο = ζυγαριά, βάρος
Πειρί = ο πύρος του βαρελιού
Πέρα περού = πέρα-πέρα
Περατζάδα = βόλτα, πέρασμα κόσμου
Περατζάδες = επιδείχτηκες βόλτες
Περγουλιά = (ιτ. pergola) κληματαριά
Περέσι = ανοιχτό, διάπλατο
Περικουλόζος = (ιτ. pericoloso) επίφοβος
Πετιμέζι = μούστος πολύ βρασμένος
Πέτο = στέρνο
Πετρίτης = γεράκι
Πετροκόριθο = σταφύλι επιτραπέζιο
Πεύκι = κουρελού
Πηαίνω = πάω
Πικαρισμένος = πειραγμένος
Πικάρω = (ιτ. piccarsi) πειράζω
Πικιώνι = κύπελλο
Πινακωτή = το γινωμένο ζυμάρι το τοποθετούσαν σε ειδικό τετραγωνισμένο ξύλινο κατασκεύασμα πριν το ρίξουν στο φούρνο
Πινιάτα = χάλκινο καζάνι για νερό
Πινομή = για πινομή σου, για το χατίρι σου
Πίντα =μονάδα για υγρά
Πισάρα = φυτό για σαλάτα και όσπρια
Πιστρό = παρδαλό
Πιτοπούλι = το λειψό ψωμί
Πίτσι = παιχνίδι που παιζόταν με δεκάρες
Πιτσιλίρω = μου στρίβει, τρελαίνομαι
Ποδολόγος = ένα ύφασμα, στριμμένο κατάλληλα, το τοποθετούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες που μετέφεραν βάρη
Ποδόχι = στο λινό μια γούρναπου πέφτει ο μούστος μέσα
Πομποφάνειες = ανόητες επιδείξεις
Πόνσο = (ιτ. polso) σφυγμός
Πόντα = κρύωμα
Πόντα ή πούντα = κρύωμα
Ποργιά = η είσοδος
Πορδόμυλος = καυγάς
Πορόκλι = ο φράχτης
Πορταδέλια = χειροποίητος μεντεσές
Πορτόνι = (ιτ. portone) αυλόπορτα
Ποστιάζω = τακτοποιώ πράγματα
Πότα = πότε
Πουλαροδείχνει = νεαρό άτομο που όμως δείχνει μεγαλύτερος
Πούλιο = πιο
Πουλιότερο = περισσότερο
Πουνέντες = δυτικός άνεμος
Πουντέλι = στήριγμα
Πούντηνε = που είναι αυτή;
Πούντοσης = που είναι αυτός;
Πούπετα = πουθενά
Πουράτζινο = νέο και άτακτο, ναζιάρικο
Πουργαμέντο = (ιτ. purgante) καθαρτικό λάδι
Πουρνέλι = μικρό
Πουρνελιά = δαμασκηνιά
Πουρνέλισε = έμεινε έγκυος πριν χρονίσει
Πράματις = πραγματικά
Πράτιγο = άδεια, πήρε πράτιγο-πήρε άδεια, είναι ελεύθερος
Πρέδα = αγροζημιά, αλλά και ερωτοδουλειές
πρεμούρα =βιασύνη
Πρεμούρα = (ιτ. premura) κυρίως ανησυχία και ενδιαφέρον
Πρικό = πικρό
Προσμπούκι = μια μπουκιά πριν το φαγητό
Πρωτολάτης = ο πρώτος γιος , αλλά κι ο πρώτος καρπός
Πύργια = χωνί
Ρακοπότηρο ή ρακογιάλι = ποτήρια για ρακί που έβγαζαν από το μούστο
Ραμολιμέντο = ξεμώραμα
Ραμολιμέντο = ξεμωραμένος γέρος
Ράπες = τα κοτσάνια του θερισμένου σιταριού και της βρώμης
Ρεβερέντσα = (ιτ. reverenza) χαιρετισμός, υπόκλιση
Ρεγάλο = (ιτ. regalo) δώρο, φιλοδώρημα
Ρεγουλάρω = ρυθμίζω, χειρίζομαι
Ρεγουλάρω = (ιτ. regolare) κανονίζω κάτι σε μηχάνημα, ρυθμίζω
Ρεμενάτα = τα καμπυλωτά των παραδοσιακών σπιτιών
Ρεμέντζο = αποκούμπι
Ρεμέντιο = (ιτ. rimedio) φάρμακο
Ρεμπάρτα = (ιτ. ribalta) φερμουάρ
Ρεμπεσκές = αλήτης
Ρεντάκι = τρεχάκι
Ρεντάτος = τρεχάτος
Ρεντικολάρω = (ιτ. ridicolizzare) ρεζιλεύω
Ρεντικολέτσα = (ιτ. ridicolezza) ρεζιλίκι
Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίος
Ρεουσύρω = (ιτ. riuscire) πετυχαίνω
Ρέπεδο = ερείπιο, κατεστραμμένο κτίριο
Ρεπόμπο = (μεταφορικά), ένα καλό μάθημα
Ρεπόρτο = (ιτ. rapporto) αναφορά, έκθεση
Ρεπόσο = (ιτ. riposo) με την ησυχία σου, ανάπαυση
Ρεσεύω = κακομαθαίνω
Ρετσέτα = συνταγή
Ρεχάτι = τεμπελιά
Ριγανάδα = παραδοσιακό φαγητό με βρεγμένο ψωμί, λάδι και ρίγανη
Ρίμνα = ρίμα
Ριπίζω = χύνω
Ριπίζω = χύνω
Ριπιτίδι = η διάρροια
Ριφόρτσο = (ιτ. rinforzo) δύναμη, τόνωση
Ρόγγισε = πήρε φωτιά
Ροδέλα = είδος πυροτεχνήματος
Ροζαμάπα = μεγάλο τριαντάφυλλο
Ροζόλι = (ιτ. rosolio) κόκκινο ποτό που προσφερόταν στους γάμους
Ροϊ = επιτραπέζιο δοχείο λαδιού με μικρή οπή
Ρόιδο = ξύλινη ή καλαμένια κατασκευή όπου τοποθετούσαν το μαλλί για να το στρίψουν
Ροκέλο = η ανέμη, η κουβαρίστρα
Ρομαντσίνα = κατσάδα
Ρομπόλα = άσπρο παραδοσιακό κρασί της Κεφαλονιάς
Ρονιά = το νερό που πέφτει από τα κεραμίδια, το αυλάκι του κεραμιδιού
Ρόντα = (ιτ. ronda) βόλτα, όλο ρόντα γυρίζει
Ροσοπύλια = ασθένεια που γιατρευόταν με ξόρκια
Ρούγκλα = μύξα
Ρούγος = δρόμος
Ρούδι = βουνό της Κεφαλονιάς
Ρουμάνα = τα μαρούλια
Ρούμπωσε = χόρτασε
Ρουφιά = μια γουλιά
ρουχουνίζω = ροχαλίζω
Ρουχουνίζω = ροχαλίζω
Σαγιαδόρος = καδινάτσος χειροποίητος
Σάγιασμα = υφαντό ύφασμα που προστάτευε τα ιδρωμένα ζώα
Σάγρος = δερματοπάθεια βρεφών
Σαλάγιασμα = καθοδήγηση των ζώων
Σαλαμίδι, και σαλαβρίχα = σαμιαμίδι
Σάλαος = θόρυβος
Σάλιο στη μύτη (βάνω) = κοροϊδεύω, εξαπατώ
Σαλίτζο = (ιτ. selciato) δάπεδο
Σαμαροσκούτι = το ύφασμα του σαμαριού
Σάματις = μήπως
Σαμουτσούλα = σφυράκι
Σάμψυχος = αρωματικό χόρτο για πίττα
Σαράκος = μεγάλο πριόνι για δέντρα
σαρτάω = πηδάω
Σάρτος = (ιτ. salto) μεγάλο πήδημα
Σάρωμα = σκούπα
Σβέρδονας = νόθος γιος
Σβιλάδα = ανεμοστρόβιλος, αλλά και έντονος κοιλόπονος
Σβιντάρω = (ιτ. spinta) πειράζω κάποιον
Σγαράρω = (ιτ. sgarrare) μετακινώ, βγαίνω από τη θέση
Σγαρίλιος = αλάνι, μάγκας
Σγαρνίζει = σκάβει
Σγόμπα = (ιτ. gobba) καμπούρα
Σγουριά = χτύπημα
Σεγόντο = (ιτ. secondo) δεύτερη φωνή στις καντάδες
Σέκιο = (ιτ. secchio) μονάδα μέτρησης υγρών, 20 πίντες
Σέκο = σκληρό καπέλο
Σέκος = (ιτ. secco) τον στέγνωσε ο αέρας, ξερός
Σεληνιασμός = επιληψία
Σέμπρος = κοπάδια ή χτύπημα μισά-μισά, συνεταιρικά
Σενιάρω = (ιτ. segnare) ταχτοποιώ
Σεντούκι = μπαούλο
Σεπάριο = (ιτ. sipario) αυλαία
Σεράτα = (ιτ. serata) βραδινή συναυλία
Σερβιτσάλια = σερβίτσια
Σεριόζα = (ιτ. serioso) σοβαρά
Σέστα = (ιτ. sesto) καμώματα
Σεστάρισμα = (ιτ. assestare) νοικοκύρεμα
Σημαμένη σαρκάλα = σπασμένο κεφάλι
Σιγκούνεψε = βρώμισε
Σιγουράντσα = (ιτ. sicurezza) σιγουριά, ασφάλεια
Σίδαυλο = μασιά
Σίκλος = κουβάς
Σίκλος = (ιτ. ciclo) κουβάς
Σινοπίδι = ασθένεια κηπευτικών
Σιορ = κύριος (τίτλος ευγενείας) - σιόρα =κυρία
Σιορπάτρης = πατέρας
Σιροκολέβαντο = πολύ άσχημος καιρός
Σιφερτάση = σερβίτσιο φαγητού
Σίχλα = μούχλα
Σκαλόπετρα = (ιτ. scolopendra) σαρανταποδαρούσα
Σκαλούνι = πέτρινο σκαλοπάτι
Σκαμνιά = μουριά που κάνει μεγάλα μούρα
Σκανταλέτο = σίδερο με κάρβουνα
Σκαντζάρω = αλλάζω, αντικαθιστώ
Σκάντζια = (ιτ. scansia) ξύλινο ράφι για πιάτα
Σκαπουλάρω =γλιτώνω
Σκαραφόνος = μαχαιροβγάλτης, αλλά και πειραχτήρι
Σκαρίζει = ωριμάζει
Σκαρίκια = ευχάριστη είδηση
Σκάρτο = όχι όλο, όχι πλήρες
Σκαρτσούνια = μάλλινες κάλτσες
Σκατζοπέρναρο = πουρνάρι άγριο με μικρά φύλλα
Σκατοκουτάλα = υβριστικό για όσους σπέρνουν λόγια
Σκατόψυχος = υβριστικό για πεθαμένο με κακές πράξεις εν ζωή
Σκέπη = βαμβακερό μαντήλι
Σκιάζομαι = φοβάμαι
Σκλεπούνι = μικρό κουνούπι
Σκλήθρα = μυτερό κομμάτι ξύλου
Σκόρσο = τράνταγμα
Σκορτσάμπουνο = χειροποίητο μουσικό όργανο από δέρμα ζώου
Σκοτίδια = σκοτάδια
Σκουλαμέντα = Τα αφροδίσια νοσήματα
Σκούρα = (ιτ. scuro) τα παραθυρόφυλλα
Σκουράντζος = ρέγκα
Σκουσμάκια = δυνατές φωνές ή κλάματα
σκουτέλα =μεγάλο φλιτζάνι
Σκουτέλι = φλιτζάνι
Σκουτί = ρούχο
σκουτιά =ρούχα
Σκρεμιδεύω = παίζω
Σκροβοντίστηκε = έπεσε και χτύπησε
Σκρούμπος = σκουμπρί
Σκρόφα = (ιτ. scrofa) γουρούνα
Σκρώχνει = τσιμπάει, κεντρίζει
Σόμπολα = μικρές πέτρες
Σοναδόρος = (ιτ. suonatore) οργανοπαίχτης
Σοτανά = διάολε
Σοτροπιάζει = το σεστάρει, το τακτοποιεί
Σουγιέλο = λούκι
Σούζο =ακίνητος
Σουλάτσο = περίπατος
Σούμπιτος =ολόκληρος
Σουρδαλίμω = σουρλουλού
Σούρδου-μούρδου = ακαταστασία
Σουρούπι = ρόφημα ζεστό για γρίπη
Σουρτάρα = το ζώο που πάει μπροστά και ακολουθούν τα άλλα
Σουρτούκα = πανωφόρι
Σουσουμιάζει = παρομοιάζει
Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα
Σοφιγάδο = πατάτες γιαχνί
σπαβεντάρω = τρομάζω
Σπαβέντο = (ιτ. spavento) τρομάρα
Σπακάδα = επιδειχτική πόζα , καυχησιά
Σπαλέτα = σάλι, κασκόλ
Σπάος = σπάγγος
Σπαρτσίνα = λεπτό σχοινί
Σπατσάρω = (ιτ. spazzare) σκουπίζω, ξεμπερδεύω, παρατάω
σπεκτάκολο = εξαιρετικό θέαμα
Σπερματσέτο = κερί
Σπερνά = κόλλυβα, όχι μόνο στα μνημόσυνα αλλά και στα πανηγύρια
Σπετσιέρης = φαρμακοποιός
Σπλομανάει = χτυπάει η καρδιά του
Σποδέρνω = άνοιξε η μύτη μου
Σπολάητης = εις πολλά έτη
σπολέτα = φιτίλι
Σπόρισε = έχει ευκοιλιότητα
Σταγκωτής = γανωματής
Σταλός = (ιτ. stalla) ιερό μέρος για πρόβατα
Σταλώνω = ωριμάζω
Στανιάρησε = (ιτ. stagnare) έγινε στέρεο, σιγουρεύτηκε
Στανιό = ζόρι
Στασινάρω = βιάζω, βασανίζω
Σταφνισμένος = προκομμένος, μυαλωμένος
Σταφυλιόνι = νόστιμο χόρτο που φυτρώνει σε αμπελώνες
στελιάζω = στυλώνω, στήνω
Στελομάρτιασε = στρίμωξε
Στένεψη = άσθμα
Στέρφα = στείρα
Στιμάρω = (ιτ. stimare) εκτιμώ
Στόσμιγο = ανακατωμένο αλεύρι σιταριού και κριθαριού
στουπίρω = μένω έκπληκτος
Στουπίρω = (ιτ. stupire) θαυμάζω
Στραβοκατακλείδιασε = στράβωσε το σαγόνι
Στράκωσε = πάτησε πολλές φορές το δρόμο
Στρατόνι = δρόμος
Στράτσο = (ιτ. strazio) παλιό κουρέλι
Στριφογκώνιασε = τον στρίμωξε
στρίφτουλας = σβούρα
Στρίφτουλας = σβούρα
Στρουμπάρα = ασθένεια των αιγοπροβάτων
Συβίζω = ταιριάζω ζώα
Συγκάνω = ταιριάζω απόλυτα με κάποιον
Συγκάρτσελοι = φύγανε όλοι μαζί
Συθέμελα = από τα θεμέλια
Συλίντριχος = από τα θεμέλια
Σύμασε = μάζεψε
Συμπαγαδώνω = καθησυχάζω
συμπούρμπουλοι = όλοι μαζί
Συνέμπασα = αποθήκευσα τα προϊόντα
Συνορίτες = γείτονες στα κτήματα
Συνόσκαλος = συνομήλικος
Συντροδή = οχλαγωγία, φασαρία
Συχέριο = κοινή προσπάθεια
Σφαγαριά = η Κυριακή της Αποκριάς
Σφαή = σβέρκος
Σφαλαγκουνιά = ιστός αράχνης
Σφαλιάστηκε = έπαθε στη γέννα
Σφίγκλα = καρφίτσα ραπτικής
Σφόντυλας = η σπονδυλική στήλη
Σφοντύλι = ξύλινο βαρίδι διάτρητο, μέρος του αδραχτιού
Σωκάρδι = (αρχ. εσωκάρδιον) στηθόδεσμος, φανελάκι, εσωτερικό ρούχο
Σώνω = φτάνω
Σωτοβέλεσο = (ιτ. sottoveste) άσπρο μακρύ μεσοφόρι
Τάραμα = αναστάτωση, θυμός
Ταράω = κοιτάζω
Ταφιάζομαι = χτυπώ από πέσιμο
Τέντα- γρέντα = φαρδιά πλατειά
Τζατζαμίνι = γιασεμί
Τζογάρω =παίζω τυχερό παιχνίδι με χρήματα
Τζόγια = (ιτ. gioia) χαρά, χαϊδευτικό «τζόγια μου» Τόμου = όταν
Τζόρτζινας = είδος μεγάλης σφήκας
Τόμου = αφού, όταν
Τόρτσα =χοντρή λαμπάδα, μικρό μανουάλι
Τουβαέλι =υφασμάτινη πετσέτα του φαγητού
Τραταμέντο = κέρασμα
Τρατάρω = κερνάω
Τράτο = χρονικό περιθώριο
Τρεματούρα = τρέμουλο
Τρίτσα = ψάθινο καπέλο
Τσαρκαρεύω =ψάχνω
Τσερβέλο = (ιτ. cervelo) κεφάλι, μυαλό
Τσέρτα = σιγουριά
Τσερταμέντε = βεβαιότατα
Τσίμα = (ιτ. cima) κορυφή, άκρη
Τσιπουρίτης = τσίπουρο
Τσουράπια = κάλτσες
Τσουρλάω = πίνω
Φαμόζος = ξακουστός
Φάουσα = γάγγραινα, γκρίνια
Φαρομανάω = παίζω έντονα, κάνω σκανταλιές
Φαρομάνια = γλέντι έξαλλο
Φαστίδιο = (ιτ. fastidio) λιποθυμία, δυσφορία
Φέρμα =στέρεα, ακριβώς
Φερμάρω = στερεώνω, στέκω και περιμένω
Φιδόνα = ύπουλη γυναίκα
Φιδοτρώομαι = ανησυχώ, μπαίνω σε υποψίες
Φιόρο = λουλούδι
Φιρίρω =τσουγκρίζω
Φουρκισμένος = θυμωμένος
Φτενός = λεπτός, στενός
αλέπεδο[/b] = ερείπιο
Χαλίκι = πετρούλα
Χάπατο = χαζός
Χουμάω = ορμάω
Χρεία = ανάγκη
Χώρα = πρωτεύουσα (το Αργοστόλι
Ψημάρα μου = δυστυχία μου |
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου