Κεφαλονιά – ποίηση Ανδρέα Μοθωνιού.
Με την καρδιά από πέτρα και όνειρο
ταξιδεύει χιλιάδες χρόνια στο ίδιο πλάτος στο ίδιο μήκος
χιλιάδες χρόνια στην ίδια θάλασσα
πικρή από το αίμα και τον ιδρώτα
κι’ αυτές οι πέτρες λυωμένες
από το μόχθο και τον αγώνα.
ταξιδεύει χιλιάδες χρόνια στο ίδιο πλάτος στο ίδιο μήκος
χιλιάδες χρόνια στην ίδια θάλασσα
πικρή από το αίμα και τον ιδρώτα
κι’ αυτές οι πέτρες λυωμένες
από το μόχθο και τον αγώνα.
Ποιος θα σου φέρη λίγο νερό
να δροσίσης το φλογισμένο σου μέτωπο,
ποιος θα σου φέρη μια χούφτα χώμα
να φυτέψης την ιστορία σου
όταν το μάτι του Θεού θα ερωτεύεται τ’ άστρα
όταν το πιο μικρό σου ναυτόπουλο
θα γράφη κύκλους απέλπιδους στους ουρανούς του Βανκούβερ
και θα μαντεύη το Ιόνιο τον ερχομό του Οδυσσέα
επεί Τροίοις ιερόν πτολίεθρον έπερσεν.
να δροσίσης το φλογισμένο σου μέτωπο,
ποιος θα σου φέρη μια χούφτα χώμα
να φυτέψης την ιστορία σου
όταν το μάτι του Θεού θα ερωτεύεται τ’ άστρα
όταν το πιο μικρό σου ναυτόπουλο
θα γράφη κύκλους απέλπιδους στους ουρανούς του Βανκούβερ
και θα μαντεύη το Ιόνιο τον ερχομό του Οδυσσέα
επεί Τροίοις ιερόν πτολίεθρον έπερσεν.
Αχ οι μανάδες που περιμένουνε
να φέξη η θάλασσα μια καλημέρα
κι’ αυτές οι πέτρες που ζυμωθήκανε με υπομονή και με δάκρυα
και τα κρεββάτια που σκεπαστήκανε
με κουρνιαχτό και μ’ αράχνες.
να φέξη η θάλασσα μια καλημέρα
κι’ αυτές οι πέτρες που ζυμωθήκανε με υπομονή και με δάκρυα
και τα κρεββάτια που σκεπαστήκανε
με κουρνιαχτό και μ’ αράχνες.
Μη δεν το ξέρεις πως φύγανε και τα στερνά χελιδόνια;
Μη δεν το ξέρεις πως γδύθηκε την πανοπλία του ο Αίνος;
Όμως τις νύχτες ξυπόλυτη τι τριγυρίζεις στις ρούγες
και ρίχνεις πέτρες και φωτιά στο πρόσωπο του ανέμου;
Μη δεν το ξέρεις πως γδύθηκε την πανοπλία του ο Αίνος;
Όμως τις νύχτες ξυπόλυτη τι τριγυρίζεις στις ρούγες
και ρίχνεις πέτρες και φωτιά στο πρόσωπο του ανέμου;
θα ‘ρθούνε μέρες Λαμπρής
που θα στολίσης τις εκκλησίες με αρμπαρόριζα και μυρσίνες
που θα γιομίσης τους λόγγους με μπαϊράκια και σήμαντρα
φτάνει να ‘ρθή το ναυτόπουλο με μια γραβάτα πολύχρωμη
μ’ ένα ρολόι ολόχρυσο μ’ ένα ακριβόν αρραβώνα
και να λακίσουν οι πέρδικες απ’ τις πλαγιές του Αίνου
να φέρουνε στεφάνια αγράμπελης
ν’ αστράψη από τις ντουφεκιές της Λειβαθως ο κάμπος
την ώρα που θα σβήνει την πικράδα του ο γαμπρός
στον κρουσταλλένιο κόρφο της Ελένης.
που θα στολίσης τις εκκλησίες με αρμπαρόριζα και μυρσίνες
που θα γιομίσης τους λόγγους με μπαϊράκια και σήμαντρα
φτάνει να ‘ρθή το ναυτόπουλο με μια γραβάτα πολύχρωμη
μ’ ένα ρολόι ολόχρυσο μ’ ένα ακριβόν αρραβώνα
και να λακίσουν οι πέρδικες απ’ τις πλαγιές του Αίνου
να φέρουνε στεφάνια αγράμπελης
ν’ αστράψη από τις ντουφεκιές της Λειβαθως ο κάμπος
την ώρα που θα σβήνει την πικράδα του ο γαμπρός
στον κρουσταλλένιο κόρφο της Ελένης.
«Στίλβη», 1948
και πολλές ακόμη ωραίες αναρτήσεις στο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου